Παρασκευή, 27 Σεπτ.
30oC Αθήνα

Ο (καθολικός) Μάρκος κι οι (ορθόδοξες) γυναίκες του

Ο (καθολικός) Μάρκος κι οι (ορθόδοξες) γυναίκες του

Τα πάθη του μεγάλου ρεμπέτη με την πρώτη του γυναίκα που τον κεράτωσε με τον κουμπάρο του και με την δεύτερη που επειδή ήταν ορθόδοξη δεν μπορούσε να παντρευτεί τον καθολικό Μάρκο. Το κυνήγι της καθολικής εκκλησίας εναντίον του που κράτησε ως τα γεράματα του.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο μεγάλος αυτός μύστης του ρεμπέτικου τραγουδιού, ήταν Συριανός. Από κει ξεκίνησε και το νησί του που τότε ήταν μεγάλο και κραταιό λιμάνι του Αιγαίου, ήταν πάντα παρόν στα τραγούδια του. Στη Σύρο υπάρχουν πολλοί καθολικοί, άλλωστε και η περίφημη «Φραγκοσυριανή» του αναφέρεται σε μια καθολική κοπέλα από τη Σύρο, όπως λέει και ο τίτλος του τραγουδιού. Όπως γράφει στ’ απομνημονεύματα του, την είδε ένα βράδυ καθώς έπαιζε και δίχως να τη γνωρίσει ποτέ, έγινε η μούσα του γι αυτό το λαϊκό αριστούργημα. Ο Μάρκος ήταν κι αυτός καθολικός, γεγονός που τον οδήγησε αργότερα σε μπελάδες καθώς η καθολική εκκλησία στα θέματα γάμου και διαζυγίου ήταν και είναι πολύ πιο αυστηρή από την Ορθόδοξη.

Ο Μάρκος είχε πάντα άσχημα μπερδέματα με τις γυναίκες. Στην πρώιμη εφηβεία του, έσπρωξε έναν βράχο στο νησί του, ο οποίος κατρακύλησε, χτύπησε ένα σπίτι και σκότωσε μια γυναίκα που βρισκόταν μέσα. Αυτό τον εξανάγκασε να βγάλει άρον-άρον ένα εισιτήριο με το καράβι και να φύγει για τον Πειραιά. Το 1946 επίσης, ενώ βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, κατηγορήθηκε για τον φόνο μιας γυναίκας. Ήταν ιερόδουλη και είχε συνευρεθεί μαζί της την νύχτα που βρέθηκε σκοτωμένη. Τον γλύτωσε ο Νίκος Μουσχουντής, ανώτατος αξιωματικός της χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, που αγαπούσε παθολογικά το ρεμπέτικο, είχε συλλογή με 5000 δίσκους και ήταν κουμπάρος του Τσιτσάνη.

Ο Βαμβακάρης πέρασε την εφηβεία του στον Πειραιά, δουλεύοντας στα καρβουνάδικα. Κουβαλούσε κάρβουνο στην πλάτη του και αμειβόταν με τον τόνο. Στα 19 του γνώρισε και παντρεύτηκε τη γυναίκα του Ελένη, την οποία φώναζε χαϊδευτικά «Ζιγκοάλα». Ήταν πανέμορφη και ο Μάρκος την αγαπούσε παθολογικά. Όμως η Ελένη δεν τον τίμησε διότι σύντομα άρχισε να τον απατά με τον καλύτερο φίλο του και κουμπάρο τους, τον Σήφη. Τα μάτια του Μάρκου άνοιξε ο μεγάλος του αδερφός Φραγκίσκος. Του είπε ότι η Ελένη τον απατούσε και τον ξεφτίλιζε στην κοινωνία, αλλά όταν ο μικρός Μάρκος αρνήθηκε να τον πιστέψει, αυτός έβγαλε έναν σουγιά, έκοψε ένα κομμάτι απ’ το αυτί του και του το έδωσε ως τεκμήριο ειλικρίνειας. Τυπική σκληρή ρεμπέτικη χειρονομία.

Ο Μάρκος τον πίστεψε, χώρισε τη γυναίκα του και απευθύνθηκε στον καθολικό επίτροπο για να ζητήσει διαζύγιο. Η Ορθόδοξη εκκλησία έδινε διαζύγιο για λόγους μοιχείας, η καθολική δεν έδινε ποτέ και για κανέναν λόγο. Ο καθολικός μητροπολίτης του το αρνήθηκε και τότε ο Μάρκος έκανε αίτηση για διαζύγιο στα δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι ο γάμος του ήταν νομικά άκυρος.

Πράγματι, ο Μάρκος ήταν καθολικός, η Ελένη ορθόδοξη, αλλά είχαν κάνει μόνο καθολικό γάμο. Το πρωτοδικείο Πειραιά τον δικαίωσε και για λόγους καθαρά τυπικούς έκρινε τον γάμο με την Ελένη άκυρο.

Αρκετά χρόνια αργότερα, μέσα στην κατοχή, ο Μάρκος παντρεύτηκε δεύτερη φορά, τη Βαγγελιώ με την οποία έκανε και τρία παιδιά. Η Βαγγελιώ ήταν επίσης ορθόδοξη κι αυτή τη φορά ο Μάρκος θέλησε να τα κάνει όλα κανονικά, δηλαδή να παντρευτεί και στις δυο εκκλησίες. Όμως η καθολική εκκλησία δεν αναγνώριζε την ακύρωση του πρώτου του γάμου, συνεπώς τον θεωρούσε ακόμα παντρεμένο με την Ελένη και του αρνήθηκε γάμο με τη Βαγγελιώ. Μόλις έκαναν τον Ορθόδοξο γάμο, η καθολική εκκλησία του απαγόρευσε τη συμμετοχή στη θεία κοινωνία, ποινή πολύ βαριά, ένα βήμα πριν τον αφορισμό. Ο Μάρκος στεναχωρήθηκε πολύ διότι πίστευε στον Θεό και πάλευε ως το τέλος της ζωής του να αρθεί αυτή η τιμωρία. Το κατάφερε μετά από δυόμισι δεκαετίες, το 1966, έξι μόλις χρόνια πριν τον θάνατο του.

Η πρώτη του γυναίκα, η Ελένη, αν και έζησε τελικά όλη της τη ζωή με τον Σήφη, τα πρώτα χρόνια κυνηγούσε τον Μάρκο απαιτώντας διατροφή την οποία αυτός δεν έδινε. Επειδή μάλιστα τον έφερνε στα δικαστήρια ζητώντας τα δικαιώματα από τραγούδια του, ο Βαμβακάρης ηχογράφησε πάρα πολλά απ’ αυτά με το ψευδώνυμο «Ρόκος» που ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του ή καταχωρημένα στο όνομα φίλων του. Αν και έγραψε τα απομνημονεύματα του γέρος και η ζωή των δύο είχε κυλήσει, ο Μάρκος δεν συγχώρησε ποτέ την Ελένη για την απιστία της. Τη στόλισε με κοσμητικά επίθετα που μόνο από το στόμα ενός ρεμπέτη μπορούσαν να βγουν. Φαίνεται ότι δεν την ξεπέρασε ποτέ.

Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.

Μία σταγόνα ιστορία Τελευταίες ειδήσεις