Συγκεκριμένα, το κείμενο προβλέπει την δημιουργία υποδομής που θα επιτρέπει την λειτουργία των ρωσικών πηγών του Ιντερνετ σε περίπτωση αδυναμίας των ρωσικών διαχειριστών να συνδεθούν με τους ξένους servers του Ιντερνετ.
Στο εξής, οι Ρώσοι προμηθευτές υπηρεσιών Ιντερνετ θα πρέπει να διασφαλίσουν την τοποθέτηση «τεχνικών μέσων» στα δίκτυά τους που θα επιτρέπουν έναν «κεντρικό έλεγχο της κυκλοφορίας» ώστε να αντιμετωπίζονται ενδεχόμενες απειλές.
Φόβοι για… απευθείας λογοκρισία
Ο νόμος επικρίθηκε ως προσπάθεια ελέγχου του περιεχομένου, μέχρι και επιβολής σταδιακής απομόνωσης στο ρωσικό Ιντερνετ, έναν από τους τελευταίους χώρους ελευθερίας για την αντιπολίτευση και τις επικριτικές της ρωσικής εξουσίας φωνές.
«Η κυβέρνηση μπορεί τώρα να λογοκρίνει απευθείας το περιεχόμενο ή ακόμη και να μετατρέψει το ρωσικό Ιντερνετ σε κλειστό σύστημα χωρίς να ενημερώσει το κοινό για ό,τι κάνει ή για ποιον λόγο το κάνει», καταγγέλλει με ανακοίνωσή της η μη κυβερνητική οργάνωση Human Rights Watch.
Η οργάνωση θεωρεί ότι το κείμενο του νόμου, ο οποίος πυροδότησε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τον Μάρτιο, «θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης των Ρώσων, καθώς και το δικαίωμα στην on line ενημέρωση και ανοίγει τον δρόμο σε «μαζική παρακολούθηση».
Τον Απρίλιο, πολλές οργανώσεις υπεράσπισης των ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχαν εκδώσει ανακοίνωση εκφράζοντας τους φόβους του για τους «νέους περιορισμούς των ήδη περιορισμένων μέσων ενημέρωσης και του Ιντερνετ».
Αρνείται τις κατηγορίες το Κρεμλίνο
Το Κρεμλίνο αρνείται κάθε πρόθεση ανέγερσης ενός «Σινικού Ψηφιακού Τείχους» και ισχυρίζεται ότι μοναδική επιδίωξή του είναι η υπεράσπιση του ρωσικού Ιντερνετ.
Ο νόμος επικρίνεται και για το υψηλό κόστος που η εφαρμογή του σημαίνει για τους ρώσους διαχειριστές, ορισμένοι από τους οποίους είναι, υπό τις συνθήκες αυτές, καταδικασμένοι να εξαφανισθούν.
Οι ρωσικές αρχές εισάγουν συνεχώς περιορισμούς τα τελευταία χρόνια επί του εθνικού δικτύου Ιντερνετ, μπλοκάροντας το περιεχόμενο και sites που συνδέονται με την αντιπολίτευση, αλλά επίσης και τους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών που αρνούνται να συνεργασθούν μαζί τους, όπως η πλατφόρμα βίντεο Dailymotion, το μέσο κοινωνικής δικτύωσης LinkedIn και η εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων Telegram.