Η Κατίνα Παξινού, η μεγαλύτερη ελληνίδα ηθοποιός, πήρε το Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου το 1943, στη μεταφορά στον κινηματογράφο του βιβλίου του Έρνεστ Χέμινγουέι «για ποιόν χτυπά η καμπάνα». Έπαιξε την Πιλάρ, μια μεσόκοπη, ατίθαση, μαυριδερή και αχτένιστη αντάρτισσα, που πολεμούσε με την πλευρά των Δημοκρατικών στον Ισπανικό εμφύλιο. Όταν την πήραν τηλέφωνο από την Paramount και της πρότειναν τον ρόλο, νόμιζε ότι της έκαναν πλάκα. Την έπεισαν ότι μιλούν σοβαρά, της έστειλαν το σενάριο, το μελέτησε και τους απάντησε: «Είμαι ίδια. Κατάγομαι από γενιές ανταρτών. Η γιαγιά μου έμαθε το αλφάβητο από έναν οπλαρχηγό των ανταρτών σε μια σπηλιά. Την ξέρω την Πιλάρ, την ξέρω καλά. Δέχομαι τον ρόλο, αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω.»
Το δέχτηκαν αν και ήταν πρωτοφανές. Οι ενδυματολόγοι της ταινίας της έφτιαξαν τα ρούχα του ρόλου. Τα απέρριψε αμέσως: «Δεν είναι σωστά» τους είπε και τους καθοδήγησε η ίδια για να φτιάξουν καινούρια, όπως τα ήθελε αυτή. Όταν άρχισαν τα γυρίσματα, είπε στον σκηνοθέτη: «Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, παίζω τον ρόλο εξελικτικά και σε συνέχεια χρόνου. Το σπάσιμο σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα με αποδιοργανώνει.» Οι Αμερικανοί βλαστήμησαν για την θεότρελη Ελληνίδα που ήταν γεμάτη παραξενιές, αλλά έφεραν ειδικά γι αυτήν τρεις κάμερες για τα κοντινά, τα γενικά και τα υπόλοιπα πλάνα της.
Έπαιξε στην ταινία σαν να έπαιζε στο θέατρο, χωρίς διαλείμματα, αλλά μόλις γύρισαν την πρώτη σκηνή, ηθοποιοί και τεχνικοί παράτησαν ό,τι έκαναν και ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Είχαν δίκιο. Οι διάσημοι πρωταγωνιστές της ταινίας Γκάρυ Κούπερ και Ίνκριτ Μπέργκμαν πήραν κακές κριτικές, ο Κατίνα Παξινού πήρε το Όσκαρ.
Ο άντρας της ζωής της Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, την αγαπούσε παθιασμένα και την έκανε χάζι εκεί που άλλοι θα εξεγείρονταν. Η Παξινού είχε τόσο κακή σχέση με τα χρήματα, που η οικονομική κατάσταση του ζεύγους φλέρταρε μονίμως με την χρεωκοπία και την καταστροφή. Κατασπατάλησε την περιουσία της και τις τεράστιες απολαβές από τα θεατρικά και τα κινηματογραφικά της έργα, χωρίς ποτέ να μπορεί να καταλάβει πως γινόταν αυτό.
Μια φορά ο Μινωτής ανακάλυψε ότι η γυναίκα του είχε σηκώσει το θηριώδες ποσό των 100.000 δολαρίων από μια Ελβετική τράπεζα και τα είχε φάει. Όταν τη ρώτησε που πήγαν τα λεφτά, απάντησε με σκέρτσο «μα Αλέξη μου, έπρεπε να πληρώσω και τον λογαριασμό του φαρμακείου». Στο φαρμακείο χρωστούσε λιγότερο από 50 δολάρια, τα υπόλοιπα δεν θυμόταν τι τα έκανε. Λίγο πριν πεθάνει, ζήτησαν από τον Μινωτή να την επισκεφθούν στο νοσοκομείο τρεις νεαροί σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Ο Μινωτής αρχικά αρνήθηκε, αλλά αυτοί επέμεναν υπερβολικά μέχρι που ενέδωσε. Τότε έμαθε ότι η Παξινού είχε δωρίσει τον μισθό της και τον μοιράζονταν τρείς άποροι νεαροί, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Δεν το ήξερε ούτε ο άντρας της, μόνο ο γραμματέας της σχολής.
Ήταν ένα από τα πιο πολυτάλαντα και πολύπλοκα άτομα που γεννήθηκαν ποτέ. Ασχολήθηκε με την δραματουργία, αλλά ξεκίνησε με μουσικές σπουδές. Στα είκοσι της χρόνια πήρε το χρυσό βραβείο ωδικής στο «Κονσερβατουάρ» της Γενεύης. Ήταν εξαιρετική ζωγράφος, μαγείρισσα, κηπουρός, ακόμα και κεντήστρα. Όταν έπαιζε τον «Ματωμένο γάμο» κεντούσε συνεχώς, όπου κι αν βρισκόταν, ένα τεράστιο εργόχειρο στην μνήμη του Λόρκα που κουβαλούσε συνεχώς μαζί της. Έλεγε πως την βοηθούσε. Τελειώνοντας τις παραστάσεις, είχε ολοκληρωθεί κι αυτό.
Στο Χόλυγουντ που έκανε μεγάλη καριέρα, αρνιόταν πεισματικά να την μακιγιάρουν. Θεωρούσε και το ‘λεγε στις συνεντεύξεις της, ότι το μακιγιάζ κατασκευάζει τελικά μια πλαστή αλλά κυρίως ομοιόμορφη για όλες τις γυναίκες ομορφιά, που αυτή δεν την ήθελε. Το Χόλλυγουντ δεχόταν όλα τα καπρίτσια της. Το ίδιο και οι Έλληνες, που στον καιρό της την αγάπησαν παράφορα και την τίμησαν όπως της άξιζε. Οι νεώτερες γενιές απλώς την έχουν ακούσει, καθώς η Κατίνα Παξινού δεν καταδέχτηκε να παίξει στις ταινίες του προδικτατορικού εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου, που έκαναν αθάνατους ηθοποιούς με πολύ λιγότερο ταλέντο και επιτεύγματα απ’ αυτήν.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.