Μερικές ημέρες έπειτα από δύο εξελίξεις που η Ουάσινγκτον εκλαμβάνει ως μεγάλες νίκες για τον Τραμπ, την υπογραφή της προκαταρκτικής συμφωνίας για το εμπόριο με την Κίνα αλλά και της συμφωνίας με τον Καναδά και το Μεξικό προς αντικατάσταση της NAFTA, ο ένοικος του Λευκού Οίκου ταξιδεύει στο ελβετικό χιονοδρομικό θέρετρο για να συζητήσει ειδικά τις διενέξεις για το εμπόριο με την Ευρώπη, που βαθαίνουν.
Ούτε ο Λευκός Οίκος, ούτε η Κομισιόν απάντησαν αμέσως όταν τους ζητήθηκε να σχολιάσουν τις πληροφορίες περί της συνάντησης Τραμπ-φον ντερ Λάιεν.
Ανάμεσα στα ζητήματα που διχάζουν τις δύο συμμαχικές δυνάμεις, το πιο άμεσο και πιεστικό για την Ουάσινγκτον είναι η πρόθεση της γαλλικής κυβέρνησης να θεσπίσει φόρο 3% στις ψηφιακές υπηρεσίες. Η κυβέρνηση του Τραμπ ερίζει ότι ο φόρος αυτός θα επιβαρύνει άδικα κυρίως αμερικανικές εταιρείες κολοσσούς του τομέα — τη Google, την Amazon, το Facebook και την Apple, από τα αρχικά των διακριτικών τίτλων πήρε το προσωνύμιό του, GAFA — και τη θορυβεί το γεγονός πως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες ετοιμάζονται να μιμηθούν το γαλλικό παράδειγμα.
Σε αντίποινα, ο αμερικανός αντιπρόσωπος για το εμπόριο Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ απείλησε ότι θα επιβληθούν επιπρόσθετοι δασμοί 100% σε γαλλικά προϊόντα όπως η σαμπάνια, οι γυναικείες τσάντες, τα τυριά και σε άλλα αγαθά και υπηρεσίες. Ειδικοί και αναλυτές προειδοποιούν πως οι δασμοί αυτοί δεν αποκλείεται να επιβληθούν από τα τέλη του τρέχοντα μήνα, με δεδομένη την έλλειψη προόδου στις διαπραγματεύσεις.
«Τα πράγματα δεν πάνε πουθενά στην πραγματικότητα», επισήμανε μία από τις πηγές, ένας ευρωπαίος αξιωματούχος, παρότι είναι σε εξέλιξη συνεχείς επαφές ανάμεσα στον γάλλο υπουργό Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ, τον αμερικανό ομόλογό του Στίβεν Μνούτσιν και τον USTR Λάιτχαϊζερ. «Οι ΗΠΑ δεν είναι στ’ αλήθεια διατεθειμένες να συμβιβαστούν με την εφαρμογή ενός φόρου κάποιου είδους στις ψηφιακές υπηρεσίες», συμπλήρωσε.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου, ο Ιρλανδός Φιλ Χόγκαν, ολοκλήρωσε την Πέμπτη κύκλο επαφών με αμερικανούς αξιωματούχους στην Ουάσινγκτον διαβεβαιώνοντας πως έγινε μια «καλή αρχή» στις διαπραγματεύσεις αλλά υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει.
Το Ιράν αναμένεται να είναι επίσης ψηλά στην ατζέντα. Η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία ενεργοποίησαν τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών του Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης (ΚΟΣΔ), της συμφωνίας του 2015 ανάμεσα στην Τεχεράνη και τις μεγάλες δυνάμεις για το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας της Ισλαμικής Δημοκρατίας, μετά την απόφαση της ιρανικής κυβέρνησης να αρχίσει να αθετεί μέρος των δεσμεύσεών του.
Η συμφωνία προέβλεπε την επιβολή περιορισμών στις δραστηριότητες στο ιρανικό πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας με αντάλλαγμα την άρση των διεθνών κυρώσεων, αλλά ο Τραμπ απέσυρε το 2018 τις ΗΠΑ από τη συμφωνία και επανέφερε σε ισχύ τις αμερικανικές κυρώσεις, εφαρμόζοντας αυτή που αποκαλεί «εκστρατεία μέγιστης πίεσης» για να αναγκάσει το Ιράν να επιστρέψει στο τραπέζι και να κάνει περισσότερες παραχωρήσεις.
Η ένταση κορυφώθηκε μετά τη δολοφονία του ισχυρού ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί στη Βαγδάτη σε αμερικανικό αεροπορικό πλήγμα και την εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων από τους Φρουρούς της Επανάστασης εναντίον αμερικανικών βάσεων στην ιρακινή επικράτεια. Ο ΥΠΕΞ του Ιράν Μοχαμάντ Τζαβάντ Ζαρίφ, ο οποίος προγραμμάτιζε να πάει στο Νταβός, ακύρωσε τη συμμετοχή του.
Ο Τραμπ και η φον ντερ Λάιεν, η πρώην υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, γνωρίζονται καλά: οι αντεγκλήσεις ανάμεσά τους ήταν συχνές στο πρόσφατο παρελθόν, κυρίως εξαιτίας των διαμαρτυριών του Ρεπουμπλικάνου προέδρου διότι το Βερολίνο δεν έχει ακόμη εκπληρώσει τον συμφωνημένο στόχο του NATO οι αμυντικές δαπάνες της Γερμανίας να ανέλθουν στο 2% του ΑΕΠ.
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει τον Δεκέμβριο του 2016, η φον ντερ Λάιεν δικαιολογήθηκε για την αντίδρασή της στην εκλογική επικράτηση του Τραμπ, που παραδέχθηκε πως τη σόκαρε: «δεν είμαι μηχάνημα, άνθρωπος είμαι (…) Άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν στην προεκλογική εκστρατεία, και ως γυναίκα».