Την εποχή του Νέρωνα, υπήρχαν στη Ρώμη 35.000 καταγεγραμμένες πόρνες. Δεν ήταν διόλου πολλές, αν αναλογιστούμε ότι ο πληθυσμός της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον καιρό της ακμής της ξεπερνούσε το εκατομμύριο. Υπολογίζεται ότι το ένα τέταρτο απ’ αυτούς ήταν ξένοι, αφού η Ρώμη ήταν το παγκόσμιο πολιτικό, στρατιωτικό και εμπορικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου. Με τόσους ξένους στους δρόμους της, με τόση φτώχεια στα κατώτατα κοινωνικά της στρώματα (ο περίφημος όχλος) και με τόσο πλούτο συγκεντρωμένο στις ανώτερες τάξεις της, ο αριθμός των 35.000 πορνών μοιάζει πραγματικά μικρός.
Έτσι κι αλλιώς, στα σπίτια της μεσαίας και ανώτερης τάξης, οι χιλιάδες σκλάβες έπαιζαν και αυτό τον ρόλο. Σύμφωνα με τον νόμο, η σκλάβα ήταν ολοκληρωτικό κτήμα του ιδιοκτήτη της. Οι Ρωμαίες σύζυγοι αποδέχονταν τις ερωτικές συνευρέσεις των αντρών τους με τις σκλάβες του σπιτιού ως καπρίτσιο τους. Θεωρούσαν άλλωστε κατώτερο της θέσης τους να διαμαρτυρηθούν για κάτι τόσο ποταπό.
Ούτως ή άλλως, ο Ρωμαϊκός νόμος δεν είχε κανένα πρόβλημα με το αρχαιότερο επάγγελμα, αρκεί οι καθωσπρέπει Ρωμαίες να μην μπερδεύονταν με τις πόρνες και όσες έκαναν αυτή τη δουλειά να φορολογούνταν αδρά. Κατά τα άλλα, το επάγγελμα ήταν ελεύθερο. Για τον διαχωρισμό των κυριών από τις πόρνες είχε θεσπιστεί η ειδική ενδυμασία των δεύτερων, ώστε να ξεχωρίζουν. Οι πόρνες δεν φορούσαν μακριά γυναικεία εσθήτα, αλλά κοντή αντρική τήβεννο και ανδρικά σανδάλια. Για την εξασφάλιση της φορολογίας τους, υπήρχαν οι περίφημοι κατάλογοι των αστυνόμων, όπου οι πόρνες έπρεπε να εγγραφούν. Όποια γραφόταν σ’ αυτούς, δε μπορούσε να σβηστεί για όλη της τη ζωή.
Ο Ρωμαϊκός νόμος όριζε με ανατριχιαστική ακρίβεια τις ερωτήσεις που έπρεπε να γίνουν στη γυναίκα που πήγαινε να δηλωθεί πόρνη. «Το σκέφτηκες καλά;» τη ρωτούσε ο αστυνόμος. Στην καταφατική απάντηση της, ξαναρωτούσε: «Ξέρεις πως το όνομα σου θα μείνει για πάντα στα βιβλία και τίποτα δε θα μπορέσει να το σβήσει;» Νέα καταφατική απάντηση. «Ξέρεις ότι η meretrix είναι υποχρεωμένη να φορά ειδικά ρούχα και να εγκαταλείπεται απροστάτευτη στα χέρια όλων αυτών που θέλουν να την απολαύσουν ή να την εκμεταλλευτούν;» Αν κι εκεί απαντούσε «ναι», τότε ο αστυνόμος έλεγε: «Δηλώνεσαι πόρνη για πάντα.»
Πράγματι, ακόμα κι αν αργότερα αυτή η γυναίκα άλλαζε ζωή, παντρευόταν, έκανε παιδιά ή κάποια επιχείρηση, πάντα ήταν καταγεγραμμένη ως πόρνη και όλα της τα εισοδήματα, ανεξαρτήτως προέλευσης, φορολογούνταν με το βαρύ ποσοστό των εσόδων από πορνεία. Το πόσο διαδεδομένη ήταν η πορνεία στην αρχαία Ρώμη, φαίνεται από τη τεράστια πληθώρα ονομάτων που υπήρχαν για τα διάφορα είδη αυτών των γυναικών.
Η «φοράρια» ήταν η ρακένδυτη χωριατοπούλα που έπαιρνε τους πελάτες της στις εσοχές των κτιρίων και των παλιών τειχών της πόλης. Η «μπουστούρια» ήταν η πόρνη των νεκροταφείων, που ασκούσε στα γρήγορα το επάγγελμα πάνω στους τάφους. Συμπλήρωνε το εισόδημα της αλλά και ψάρευε πελάτες ως μοιρολογίστρα σε κηδείες. Η «αλικάρια» σύχναζε στους φούρνους, επειδή είχαν ζέστη. Οι ίδιοι οι φουρνάρηδες τις έβαζαν μέσα μαζί με τους πελάτες και έπαιρναν ποσοστά.
Η «κόπα» ήταν η πόρνη της ταβέρνας και των πανδοχείων, που τότε προσέφεραν απαραιτήτως τέτοιες υπηρεσίες. Η «νονάρια» ήταν η πόρνη των στεγασμένων πορνείων. Ένα σκαλί πιο πάνω ήταν η «ντελικάτα» που ήταν σχετικά μορφωμένη και σύχναζε σε θέατρα, κήπους και στοές ψαρεύονταν πιο ντελικάτη πελατεία. Και στο πιο ψηλό σκαλί ήταν η «φορμόζα», ένα είδος πόρνης όμοιο με τις αρχαιοελληνικές εταίρες με υψηλή πελατεία, γυναίκες χειραφετημένες και πανέμορφες που έτρωγαν ολόκληρες περιουσίες από πλούσιους εραστές που τις συντηρούσαν.
Ο κατάλογος είναι ατέλειωτος και περιέχεται στο μνημειώδες δεκάτομο έργο του Πιέρ Ντυφούρ «ιστορία της πορνείας». Σύμφωνα με τον κορυφαίο μελετητή, οι τιμές για μια συνεύρεση ήταν τόσο χαμηλές που κατέληξαν εξευτελιστικές, αφού η προσφορά ήταν ουσιαστικά απεριόριστη. Οι κοπέλες, όπως συνέβαινε πάντα και σ’ όλες τις κοινωνίες, έπαιρναν ψίχουλα, ενώ η μερίδα του λέοντος πήγαινε στους μαστροπούς και στους αστυνόμους που ήταν επιφορτισμένοι με την αστυνόμευση της πορνείας. Καμιά διαφορά με το σήμερα.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.