Ο δράστης της στυγερής δολοφονίας που συνέβη μέσα στο κέντρο υγείας Καλυβίων παραμονές Χριστουγέννων, δεν είχε εμμονή μόνον με τον άτυχο πατέρα δυο παιδιών που πίστευε ότι «τον κλέβει στα κοινόχρηστα», αλλά και με την σύζυγό του.
Μάλιστα ο 32χρονος κατηγορούμενος στις 30-11-2020, έστειλε επώνυμη καταγγελία στη διοίκηση του ΕΦΚΑ σε βάρος της συζύγου του Δημήτρη Βρούστη, αναφέροντας ότι εκείνη απουσιάζει αυθαίρετα από την εργασία της και έτσι ξεκίνησε κατά αυτό τον τρόπο πειθαρχική διαδικασία σε βάρος της, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην πολυσέλιδη δικογραφία, μέσα από κρατικά έγγραφα.
Όπως πάντως αποκαλύπτει το newsit.gr «παρούσα» στην δολοφονία του 60χρονου υπαλλήλου του Κέντρου Υγείας Καλυβίων, ήταν και η μητέρα του 32χρονου δράστη. Και αυτό προκύπτει μέσα από τις δυο συνολικά συμπληρωματικές καταθέσεις που έδωσε ο ίδιος στο τμήμα εγκλημάτων κατά ζωής της Ασφάλειας Αττικής. Αν και στην συνέχεια στην διάρκεια της απολογίας του στην ανακρίτρια, υποστήριξε παρουσία των δυο συνηγόρων του, πως άφησε τη μητέρα του σε «ασφαλή απόσταση», για να μη μπορεί εκείνη να διακρίνει ότι πήρε βίαια την ζωή του άτυχου Δημήτρη Βρούτση, πυροβολώντας τον εξ επαφής δυο φορές στον κρόταφο και μια στο αριστερό μάγουλό του.
Μάλιστα όπως ο ίδιος αναφέρει το θύμα δεν πρόλαβε καν να δει ποιος και γιατί τον πυροβόλησε. Και οι αστυνομικοί του Εγκλημάτων Κατά Ζωής δείχνουν ωστόσο να υιοθετούν την «παρουσία» της μάνας στο υπόγειο πάρκινγκ δίνοντας όμως άλλη διάσταση σημειώνοντας ότι: «Επιπρόσθετα ο δράστης ισχυρίστηκε ότι μόλις η μητέρα του έμαθε για την αγορά του όπλου και το σκοπό που αυτός ήθελε να επιτύχει μπήκε μαζί του στο αυτοκίνητο και τον συνόδευσε μέχρι το κέντρο υγείας προκειμένου να τον αποτρέψει …». Ο 32χρονος, συνελήφθη στην Αλβανία και εκδόθηκε στην Ελλάδα, ενώ στη γειτονική χώρα είχε διαφύγει έχοντας μαζί του και την μητέρα του, μάλιστα στην Φιλιππιάδα έξω απ’ τα Γιάννενα, η τροχαία του αφαίρεσε τις πινακίδες αλλά εκείνος συνέχισε μετά κανονικά το ταξίδι του για την Κακαβιά.
Το πόρισμα της ΕΔΕ για την καταγγελία του 32χρονου σε βάρος της συζύγου του άτυχου 60χρονου. Το συμπέρασμα είναι πως «Η καταγγελία στηρίζεται σε προσωπικά και όχι υπηρεσιακά κίνητρα»
Η 1η κατάθεση για τα «μάγια»
Το ξημέρωμα της 1ης Μαΐου ο δράστης δίνει την πρώτη του κατάθεση στη ΓΑΔΑ και αναφέρει ότι:
«Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε από έναν άλλον άνδρα σε ένα χωριό κοντά στην Ακράτα. Αυτό έγινε το 2003 από το 2007 και μετά εγώ και η μητέρα μου φύγαμε από κει και να μείνουμε μόνιμα στην Αθήνα τότε είχα περάσει στο πανεπιστήμιο στο πολιτικό τμήμα της Νομικής Αθηνών. Το 2009 μετακόμισε από το Χαϊδάρι που μέναμε στο Κορωπί όπου μένουμε μέχρι και σήμερα στην οδό Ιθάκης είμαστε στον πρώτο όροφο πάνω από εμάς ήταν ο Δημήτρης μαζί με τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά. Από ένα σημείο και μετά ο Δημήτρης και η γυναίκα του άρχισαν να μας κάνουν κακό, μεγάλο κακό. Για να καταλάβετε τι εννοώ αυτοί οι δυο μας έκαναν μάγια και αυτό συνέβαινε τα τελευταία τρία χρόνια, πιο πριν είχαν τη διαχείριση πολυκατοικία και πιστεύαμε ότι είχαν αρχίσει να βάζουν χέρι στα κοινόχρηστα έκλεβαν χρήματα δηλαδή κάποιες φορές είχαμε τσακωθεί στα λόγια αλλά τίποτε το ιδιαίτερο … Μας έκανε μάγια μας έριχναν χώμα, λάδια και κλωστές στα αυτοκίνητά μας, στο μπαλκόνι του σπιτιού μας και στις σκάλες. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα μάγια τους είχαν αποτέλεσμα ήταν τον Οκτώβρη του 2020, τότε άρχισα να χάνω κιλά και δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια, μετά έκανε εξετάσεις αίματος και βρήκα τα αιμοσφαίρια ήταν ανεβασμένα τότε πίστεψα ότι είχα σοβαρό πρόβλημα υγείας και φοβόμουν για λευχαιμία όλα αυτά ήμουν σίγουρος ότι ήτανε από τα μάγια που μας έκανε ο Δημήτρης και η γυναίκα του, ένιωθα πνιγμένος δεν μπορούσα να αναπνεύσω καταλάβαινα ότι αν συνέχιζα έτσι θα πέθαινα. Εγώ πιστεύω πολύ στην εκκλησία και το Χριστό, κάθε μέρα προσπαθούσα με την προσευχή να νιώσω καλύτερα με βασάνιζε τόσο πολύ όμως αυτή η κατάσταση. Έπρεπε να ξεφύγω από αυτό το κακό και σκέφτηκα ότι αν έφευγε από τη ζωή ο Δημήτρης θα τελείωνε αυτό το μαρτύριο, έτσι κάποια στιγμή βρήκα τρόπο και αγόρασα ένα πιστόλι μέσω κάποιου γνωστού στο Μενίδι με 500 ευρώ. Μετά από λίγες μέρες αποφάσισα να πάω στο κέντρο υγείας που δούλευε ο Δημήτρης και να τον περιμένω, ένα πρωί λοιπόν ξεκίνησα από το σπίτι με το αυτοκίνητο της μητέρας μου. Μαζί μου ήρθε και η μητέρα μου γιατί δεν ήθελε να με αφήσει μόνο μου να πάω εκεί. Ξεκινήσαμε στις 7:15 με 7:20 από το σπίτι, πριν ξεκινήσουμε έβγαλα τις πινακίδες από το αυτοκίνητο για να μη μας καταλάβουν, πήγαμε στα Καλύβια και λίγο πριν φτάσουμε στο κέντρο υγείας σταμάτησα σε ένα φούρνο να ρωτήσω γιατί δεν θυμόμουν ακριβώς που ήταν το κέντρο υγείας, μετά μπήκα πάλι στο αμάξι και πήγα στο κέντρο υγείας μπήκα μέσα στο προαύλιο και με το αμάξι στο υπόγειο πάρκινγκ. Τότε είδα το αμάξι του Δημήτρη να παρκάρει στο βάθος, άφησα τη μητέρα μου να περιμένει στη θέση του συνοδηγού και εγώ κατέβηκα, τότε πλησίασα, άνοιξα την πόρτα του οδηγού και τον πυροβόλησα με το πιστόλι τρεις φορές, αμέσως μετά γύρισα στο αμάξι και έφυγα γρήγορα, ενώ κάποια στιγμή γυρνώντας προς το σπίτι σταμάτησα και έβαλα τις πινακίδες στο αμάξι. Μετά από λίγη ώρα φύγαμε πάλι από το σπίτι μαζί με τη μητέρα μου και πήγαμε προς την Αγία Μαρίνα που είναι προς το Λαγονήσι, πήγαμε εκεί και να πετάξουμε το όπλο στη θάλασσα για να μην το βρουν … Στην αρχή ένιωσα ανακούφιση ότι μπορώ πλέον να ελευθερωθώ, τις επόμενες ημέρες όμως άρχισα να σκέφτομαι αυτό που είχα κάνει, δεν ήθελα να σκοτώσω κανέναν όλη αυτή η κατάσταση που βιώνουμε εγώ και η μητέρα μου με ανάγκασε να φτάσω σε αυτό το σημείο, δεν άντεχα άλλο αν γυρνούσα το χρόνο πίσω δεν θα το έκανα αυτό που έκανα θέλω να ζητήσω συγχώρεση από το θεό. Λίγες ημέρες, περίπου πέντε ημέρες μετά αποφάσισε με τη μητέρα μου να φύγουμε για λίγο καιρό στην Αλβανία όπου έχω κάπου κάποιους γνωστούς …».
Εντός, εκτός και επί τα αυτά
Στην δεύτερη συμπληρωματική κατάθεση που δίνει ο 32χρονος το ίδιο ξημέρωμα, «τοποθετεί» την μητέρα του στο ίδιο χώρο αλλά … μακριά απ’ το ΙΧ του θύματος.
«Βασικά να σας πω πρώτα ότι το όπλο με το οποίο πυροβόλησα εκείνη τη μέρα το είχα πάρει καμιά δεκαριά μέρες πριν, μπορεί και λίγο παραπάνω, το πήρα χωρίς να πω σε κανέναν τίποτα. Στη μητέρα μου δεν είπα απολύτως τίποτε, δεν ήξερε ότι είχα πάρει όπλο, ούτε ότι σκεφτόμουν να σκοτώσω το Δημήτρη, το έμαθε αναγκαστικά ότι είχα αποφασίσει να το κάνω εκείνο το πρωί, όταν της είπα ότι θα πάω στο κέντρο υγείας να το κάνω, μου είπε να μην τον κάνω και να κάτσω σπίτι. Εγώ της είπα ότι πρέπει να σταματήσει αυτό το κακό με τα μάγια και εκείνη προσπάθησε να με σταματήσει, δε γινόταν όμως αυτό και μετά μου είπε θα ΄ρθει μαζί μου γιατί δεν μπορούσε να με αφήσει μόνο μου να πάω εκεί. Στο δρόμο μου έλεγε συνέχεια να μην συνεχίσω αλλά εγώ δεν την άκουγα, την άφησα μακριά να μην ξέρει ακριβώς τι πάω να κάνω, όταν πλησίασα το αμάξι του Δημήτρη στο βάθος του πάρκινγκ, άνοιξα την πόρτα του και τον πυροβόλησα αυτός δεν με είδε καν, δεν πρόλαβε να αντιδράσει και αφού τον πυροβόλησα καθάρισα την πόρτα του αυτοκινήτου που την είχα πιάσει με τα χέρια χρησιμοποιώντας την μπλούζα μου. Επίσης με την μπλούζα μου είχε καθαρίσει πριν και τις σφαίρες που χρησιμοποίησα, αυτό το έκανα για να μην βρεθούν αποτυπώματα. Η μητέρα μου, μου είπε όταν φεύγαμε ότι δεν έπρεπε να το έχω κάνει αυτό το πράγμα … Δεν έχω πάει γενικότερα ποτέ σε ψυχολόγο ή άλλο παρόμοιο γιατρό. Το μόνο που έχω πάει είναι παλιά που πέρασα από ένα γιατρός επιτροπή για να πάω στους εκεί του είχα πει ότι κάπνιζα χασίς και έτσι κατάφερα να πάρω απαλλαγή».
Η ιατροδικαστική έκθεση, που φανερώνει πως ο δράστης κόλλησε το πιστόλι στον κρόταφο του θύματός του και πυροβόλησε 3 φορές
Έβλεπε μαύρες κλωστές, φωνές και γέλια
Στην απολογία του στην ανακρίτρια, παρουσία των δικηγόρων του ο 32χρονος, παραδέχεται ότι όντως είχε μαζί την μητέρα του αλλά όχι στον τόπο του εγκλήματος, αφού όπως αναφέρει: «Της είπα να περιμένει στο αμάξι μέχρι να κάνω κάποιες καρδιολογικές εξετάσεις». Πιο συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος αναφέρει πως:
«Δεν κατάλαβα τι έκανα ήμουν τελείως εκτός τόπου και χρόνου ήμουν τρελαμένος δεν είχα συνείδηση των πράξεών μου. Μου έκανε μάγια ο Δημήτρης για να πεθάνω, είχα δει το θύμα να ρίχνει χώμα στα σκαλιά της πολυκατοικίας τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, έβλεπα χώματα και λάδια στο αυτοκίνητό μου, τον είχα δει να πλησιάζει το αμάξι μου άλλες φορές το πρωί και άλλες το μεσημέρι. Κάθε νύχτα έβγαινε στο μπαλκόνι και χτυπούσε την ίδια ώρα, στις 3:00 τα ξημερώματα, εγώ διάβαζα ευχές εξορκισμού κατά της μαγείας και έβλεπα στο σπίτι μου σκιές και αντανάκλαση φωτός άκουγα φωνές και γέλια. Η μητέρα μου, μου έλεγε να μην διαβάζω τις ευχές για να μη με πειράξει γιατί αυτό είναι θέμα ιερέα. Από το πλαϊνό παράθυρο ενός υπνοδωματίου του σπιτιού μας έβλεπαν το μπαλκόνι του έβγαινε το ξημέρωμα και χτύπαγε τη σκούπα στα κάγκελα. Καταλάβαινα ότι ήθελε να με κάνει να πεθάνω με δόλιο τρόπο, το έκανε από ζήλεια επειδή εγώ δεν εργάζομαι, αυτός ο άνθρωπος ήθελε να με κάνει να πεθάνω δεν υπήρχε κάποια προηγούμενη έχθρα μεταξύ μας. ‘Έβλεπα μαύρες κλωστές στα σκαλιά πεταμένες και είχα δει τον παθόντα πολλές φορές να κατεβαίνει τα σκαλιά και να σκουπίζει τα χέρια του».
Το ψάρι και ο φόνος και του δικού του πατέρα
Στο σημείο αυτό ο 32χρονος αναφέρει λεπτομέρειες για την δολοφονία του πατέρα του η οποία έγινε για ένα ψάρι …
«Όταν ήμουν 14 ετών επέστρεφα από το σχολείο, βρήκα μαχαιρωμένο στο δρόμο τον πατέρα μου με ανοιγμένη την κοιλιά του. Αυτός που τον σκότωσε πήγε φυλακή και βγήκε σε πέντε χρόνια. Ο δολοφόνος του πατέρα μου ανέφερε κάποιους επουσιώδης λόγους για την ανθρωποκτονία, έλεγε ότι του χρωστούσε ένα ψάρι γιατί εκείνος ήταν ψαράς, νομίζω όμως ότι ο λόγος ήταν οι κτηματικές διαφορές. Πέρασα στο πανεπιστήμιο στο πολιτικό της νομικής το 2007 και τελείωσα το 2015. Είμαι μαζί με τη μητέρα μου, δεν γνώριζε τίποτε για το όπλο, το είχα κρυμμένο στο παντελόνι μου στα πλάγια, της είχα πει ότι ήθελα να κάνω κάποιες εξετάσεις στο κέντρο υγείας, παντού η μητέρα μου είναι μαζί μου όπου πηγαίνω, της είπα ότι ένιωθα μία ταχυκαρδία και ήθελε να πάω εκεί για να με εξετάσει ο καρδιολόγος. Όταν έφτασε στο κέντρο υγείας άφησα το αυτοκίνητό μου με τη μύτη προς τα χωράφια στο πίσω πάρκινγκ που ήταν υπαίθριο και δεν ήταν κανείς, είπα στη μητέρα μου ότι πάω να με δει ο γιατρός και επιστρέφω, ήμουν αποφασισμένος από το σπίτι να σκοτώσω το θύμα εκείνη τη στιγμή όπου και να τον πετύχει να το έκανα Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου του και τον πυροβόλησε τρεις φορές στο κεφάλι και μετά έφυγα τρέχοντας, είπα στη μάνα μου ότι δεν ήταν ο γιατρός εκεί και φύγαμε. Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν λίγα αίματα στο κεφάλι του, τον άκουγα που έλεγε αυτός τη γυναίκα του για εμένα «λίγο ακόμα έμεινε και θα πεθάνει». Το μηνιαίο εισόδημα μαζί με τη μητέρα μου, από τα μισθώματα και από τη σύνταξη είναι 2.000 ευρώ ζητώ συγνώμη από την οικογένειά του θύματος …», καταλήγει ο δράστης της δολοφονίας.
Είχε αρπάξει και κουζινομάχαιρο…
Στο διαβιβαστικό του το τμήμα ανθρωποκτονιών παραθέτει και άλλο ένα αθέατο περιστατικό με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Οι αστυνομικοί σημειώνουν ότι: «Πριν από 5 χρόνια έλαβε χώρα στην πολυκατοικία λεκτικό επεισόδιο ανάμεσα στον παθόντα και τον γιο του, το επεισόδιο έγινε αντιληπτό και απ’ άλλους ενοίκους οι οποίοι πήγαν στο διαμέρισμα του δράστη για να δουν τι συνέβαινε. Τότε ο δράστης μπήκε στο διαμέρισμα του και πήρε ένα μαχαίρι με το οποίο απείλησε την σύζυγό του θανούντα και τους υπόλοιπους ενοίκους που ήταν παρόντες. Ο ένοικος Ν.Τ, πήρε το μαχαίρι από τα χέρια του και το περιστατικό έληξε …».
Τους έδειχνε το «μόριό» του στο κινητό
Μάρτυρας, ένοικος της πολυκατοικίας αναφέρει και άλλο ένα περιστατικό σε συνέλευση της πολυκατοικίας καταθέτοντας ότι:
«Ο κατηγορούμενος σε μία συνέλευση της πολυκατοικίας έλεγε ότι δεν θα τον πιάνουν αυτόν κορόιδο. Επίσης πάλι σε άλλη συνέλευση έδειχνε στους άντρες της πολυκατοικίας μία φωτογραφία στο κινητό του με το «μόριο» του τα γεννητικά του όργανα δηλαδή. Την έδειχνε μόνο στους άντρες και τους έλεγε ότι αν το έδειχνε αυτό στις γυναίκες θα τρελαινόταν …».
Βασίλης Χήτος