Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν, ο ηγέτης της μαοϊκής ανταρτικής οργάνωσης Φωτεινό Μονοπάτι, από πολλούς χαρακτηρίστηκε αιμοδιψής. Είχε άλλωστε το παρατσούκλι «Πολ Ποτ των Άνδεων». Και τώρα που πέθανε από κορονοϊό, διχάζει ξανά το Περού.
Γιατί; Γιατί οι αρχές του Περού είναι αντιμέτωπες με ένα μεγάλο δίλημμα: αν ο «Πολ Ποτ των Άνδεων» θα ταφεί ή θα απανθρακωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν στον ωκεανό, προκειμένου να αποφευχθεί η μετατροπή ενός τάφου του σε τόπο προσκυνήματος.
Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν πέθανε το Σάββατο σε ηλικία 86 ετών στη φυλακή. Είχε συλληφθεί το 1992 και εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης μετά τις καταδίκες του, το 2006 και το 2018. Εισήχθη σε νοσοκομείο στις 20 Ιουλίου και πέθανε στις 06:40 το πρωί τοπική ώρα Σαββάτου «μετά από επιδείνωση της υγείας του» στη φυλακή υψίστης ασφαλείας της ναυτικής βάσης του Καλάο, κοντά στη Λίμα.
Η εισαγγελία ανακοίνωσε ότι ο Γκουσμάν πέθανε από πνευμονία και ότι η σορός του φυλάσσεται από την αστυνομία στο νεκροτομείο στην πόλη Καλάο, εν αναμονή της απόφασης των αρχών.
Σύμφωνα με την νομοθεσία, η τύχη της σορού του εξαρτάται από τη θέληση ενός μέλους της οικογένειάς του που είχε άμεση συγγένεια με αυτόν.
Το μόνο άτομο που εκπληρώνει αυτή την ιδιότητα στο περιβάλλον του Γκουσμάν είναι η σύζυγός του, Έλενα Ιπαραγκίρε, πρώην νούμερο δύο της οργάνωσης Φωτεινό Μονοπάτι, η οποία εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για τρομοκρατία.
Η Ιπαραγκίρε και ο Γκουσμάν φυλακίστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1992 και παντρεύτηκαν το 2010 αν και κρατούνταν σε ξεχωριστές φυλακές.
Η Ελένα Ιπαραγκίρε ανέθεσε στην Ιρις Κουινόνες, με την οποία εξέτισε μαζί μέρος της ποινής της στη φυλακή, να ανακτήσει τη σορό για μια κηδεία.
Η εισαγγελία του Καλάο ανακοίνωσε την Κυριακή απόγευμα ότι το αίτημα παράδοσης της σορού «θα εξεταστεί μέσα τις επόμενες ώρες».
Καμία ταφή για τον «Πολ Ποτ των Άνδεων»
Πολλοί είναι της άποψης ότι η σορός του Γκουσμάν πρέπει να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν στον Ειρηνικό Ωκεανό για να αποφευχθεί η μετατροπή ενός πιθανού τάφου του σε τόπο προσκυνήματος των υποστηρικτών του.
«Η σορός αυτού του δολοφόνου γενοκτονίας δεν πρέπει να επιστραφεί στην οικογένειά του και η σύζυγός του δεν μπορεί να την παραλάβει επειδή βρίσκεται στη φυλακή. Η πιο λογική επιλογή είναι να την αποτεφρώσουν και να ρίξουν τις στάχτες στη θάλασσα», τόνισε ο πολιτικός αναλυτής Φερνάντο Ροσπιτσιόσι.
«Έτσι δεν θα υπάρχει χώρος λατρείας για τους υποστηρικτές του», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Ανιμπάλ Τόρες, τάσσεται επίσης υπέρ της επιλογής της αποτέφρωσης «έτσι ώστε να μην υπάρχει χώρος να πηγαίνουν κάποιοι που θα ήθελαν να του αποτίσουν φόρο τιμής».
Ο φόρος τιμής στον Γκουσμάν και η οργάνωση διαδηλώσεων στη μνήμη του θεωρούνται πράξεις εκθειασμού της τρομοκρατίας και τιμωρούνται από το νόμο, είπε.
Η νεκροψία διαπίστωσε ότι ο Γκουσμάν πέθανε από πνευμονία που έπληξε και τους δύο πνεύμονες, ασθένεια που σχετίζεται με την Covid-19, σύμφωνα με ανακοίνωση του Γενικού Εισαγγελέα.
Οι σοροί των ανθρώπων που πεθαίνουν εξαιτίας της Covid-19 πρέπει να αποτεφρώνονται, σύμφωνα με την ισχύουσα υγειονομική νομοθεσία.
Οι δικηγόροι του Γκουσμάν επισημαίνουν ότι ο πελάτης τους είχε εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού.
Ποιος ήταν ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν
Ο Γκουσμάν και οι υπαρχηγοί του συνελήφθησαν στη Λίμα το 1992, επί προεδρίας του Αλμπέρτο Φουχιμόρι (1990-2000), ο οποίος είχε εξαπολύσει σκληρή επίθεση στο κίνημα. Ο φιλόσοφος και πρώην καθηγητής πανεπιστημίου ήταν ο άνθρωπος που προκάλεσε έναν από τους αιματηρότερους εμφυλίους στη Λατινική Αμερική, έναν πόλεμο που συγκλόνισε το Περού για σχεδόν μια εικοσαετία, μεταξύ 1980 και 2000.
Το 2003 η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης (CVR) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι νεκροί ή οι αγνοούμενοι από τις συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των ανταρτών του Φωτεινού Μονοπατιού και του Επαναστατικού Κινήματος Τουπάκ Αμάρου (γκεβαριστές) ανέρχονται σε περίπου 70.000.
Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν σφυρηλάτησε την εικόνα ενός σκληρού και αδυσώπητου επαναστάτη. Οι εκτελέσεις των χωρικών και οι πυρπολήσεις χωριών που αρνούνταν να στηρίξουν τους αντάρτες του χάρισαν το προσωνύμιο «Πολ Ποτ», αφού πολλοί τον συνέκριναν με τον ηγέτη των Ερυθρών Χμερ της Καμπότζης.
Μεταξύ των αιματηρότερων επιθέσεών: η δολοφονία, το 1984, 117 χωρικών στο Σόρας, στην περιοχή του Αγιακούτσο και η έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου, το 1992, σε μια συνοικία της Λίμας, όπου σκοτώθηκαν 25 άνθρωποι και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 150.
Ο ίδιος αυτοαποκαλείτο «Πούκα Ιντι» («κόκκινος ήλιος» στη γλώσσα κέτσουα) και καλλιεργούσε τη λατρεία στο πρόσωπό του μεταξύ των υποστηρικτών του κινήματός του.
Η «πολιτιστική επανάσταση» του Μάο, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ενίσχυσε τη βούλησή του να εγκαθιδρύσει ένα παρόμοιο σύστημα στο Περού. Το 1979 πέρασε στην παρανομία, με σκοπό να φέρει την επανάσταση από την ύπαιθρο στις πόλεις και να ανατρέψει την κυβέρνηση μέσω ένοπλου αγώνα. Στις 17 Μαΐου 1980 το Φωτεινό Μονοπάτι ξεκίνησε τον ανταρτοπόλεμο, με μια συμβολική ενέργεια: έκαψε τις κάλπες σε ένα χωριό των Άνδεων, την παραμονή των πρώτων εκλογών που θα διεξάγονταν στη χώρα έπειτα από 12 χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας.
Οι αντάρτες, που ήταν πολύ καλά οργανωμένοι, αρχικά βρήκαν στήριξη στους χωρικούς, στους οποίους διένεμαν γη. Όμως η κατάσταση εκφυλίστηκε, με τις δολοφονίες χωρικών και αρχηγών τοπικών κοινοτήτων. Η μαοϊκή οργάνωση γινόταν ολοένα και πιο ολοκληρωτική, καθώς δεν δίσταζε να στρατολογεί ακόμη και μικρά παιδιά ή να καλλιεργεί κόκα και να σφαγιάζει τους λιποτάκτες.
Ο στρατός που κινητοποιήθηκε από το 1982 για να τους πολεμήσει, κατηγορήθηκε επίσης για εγκλήματα εναντίον των αμάχων πολιτών.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Φωτογραφίες: Reuters