Τέσσερα χρόνια μετά το χαμό του μικρού Μάριου ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή από αδέσποτη σφαίρα στο σχολείο του, στο Μενίδι, η οικογένεια του 11χρονου, αναμένεται να βρεθεί σήμερα στην αίθουσα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών για να δώσει «μάχη» για το ζήτημα της αποζημίωσης που τους έχει επιδικαστεί, σε πρώτο βαθμό, από το ελληνικό Δημόσιο.
Ο λόγος είναι ότι το ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση στην πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάστηκε στην οικογένεια του Μάριου χρηματική ικανοποίηση 490.000 ευρώ. O δράστης παραμένει ακόμα και σήμερα άγνωστος
Η πρωτόδικη απόφαση
Οι γονείς και η αδελφή του Μάριου κατέθεσαν αγωγή κατά του ελληνικού Δημοσίου, στις 24 Απριλίου 2018, ζητώντας αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης. Στο δικόγραφο, που κατατέθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Θεόδωρου Μαντά, επέρριπταν ευθύνες στο ελληνικό Δημόσιο για την εγκληματική παραμέληση επί μακρό χρονικό διάστημα της περιοχής του Μενιδίου, παρότι ήταν γνωστή η αυξημένη εγκληματικότητα στην περιοχή.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ΄αριθμόν Α1465/2020 απόφαση, τους δικαίωσε και τους επιδίκασε 130.000 ευρώ σε κάθε ένα από τους γονείς του Μάριου, 80.000 ευρώ στην αδερφή του και 50.000 ευρώ σε κάθε ένα από δύο γιαγιάδες και ένα παππού.
Το σκεπτικό της απόφασης
Το Δικαστήριο, με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σκεπτικό, αναγνώρισε ότι ο Δήμος Μενιδίου “βρίσκεται αντιμέτωπος, τουλάχιστον από το έτος 2013 (χρόνος εκπόνησης του πρώτου επιχειρησιακού σχεδίου), με μια πιθανολογούμενη έξαρση της εγκληματικότητας, ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί το ευρέων διαστάσεων φαινόμενο της παράνομης κατοχής και χρήσης όπλων, η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του οποίου είχε, ήδη, αναφανεί κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το ένδικο συμβάν, από τα περιστατικά τραυματισμού από άσκοπους πυροβολισμούς που είχε καταγράψει η Ελληνική Αστυνομία”.
Όσο αφορά το θάνατο του Μάριου, το δικαστήριο ανέφερε χαρακτηριστικά στην απόφαση του ότι “το ένδικο περιστατικό αποτέλεσε το επισφράγισμα μιας μακρόχρονης περιόδου έξαρσης της εγκληματικότητας στην επίμαχη περιοχή”.
Επιπλέον, οι διοικητικές δικαστές επισήμαναν στο σκεπτικό τους ότι “παρά την ανθεκτικότητα που εμφάνιζε η έξαρση αυτή της εγκληματικότητας απέναντι στα ληφθέντα από την αστυνομία μέτρα αντιμετώπισης της μέχρι και το ένδικο συμβάν, τα μέτρα αυτά έβαιναν διαρκώς μειούμενα, και πάντως δεν ενισχύονταν, χωρίς να προκύπτει ότι ο περιορισμός αυτός των μέτρων αστυνόμευσης εδραζόταν σε συγκεκριμένες αξιολογήσεις και στη διαπίστωση κάποιας ορισμένης κάμψης του φαινομένου”.
Την ίδια στιγμή, οι δικαστές τόνιζαν ότι το ελληνικό Δημόσιο “παρανόμως παρέλειψε να λάβει διά των αστυνομικών οργάνων του τα προσήκοντα μέτρα προστασίας της σχολικής εκδήλωσης της 7.6.2017, συνιστάμενα συγκεκριμένα στην εγκαθίδρυση, διακριτικού έστω, μηχανισμού επιτήρησης των σχολείων της επίμαχης περιοχής, ιδίως κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων ως η επίμαχη.
Η παράλειψη αυτή συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο συμβάν, καθότι ένας τέτοιος μηχανισμός, συνιστάμενος, κατά βάση, στη διακριτική έστω παρουσία αστυνομικού οργάνου, θα ήταν ικανός και πρόσφορος, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να αποθαρρύνει την εκδήλωση εγκληματικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και την παράνομη και άσκοπη χρήση όπλων, πλησίον των σχολείων της επίμαχης περιοχής , και επομένως να αποτρέψει το ένδικο τραγικό συμβάν”.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και η οριακή πλειοψηφία
Η οικογένεια του Μάριου στις 15 Ιανουαρίου 2021 υπέβαλε αίτημα προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ), ζητώντας να παραιτηθεί το ελληνικό Δημόσιο από την έφεση και, στη συνέχεια, οι συγγενείς του 11χρονου να παραιτηθούν από τους τόκους και το 10% του επιδικασθέντος κεφαλαίου.
Μετά από αρκετούς μήνες, εκδόθηκε η απόφαση από τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία τελικά ήταν αρνητική στο αίτημα της οικογένειας του Μάριου. Ωστόσο, η απόφαση εκδόθηκε με οριακή πλειοψηφία, 6 έναντι 5.
Ακόμα και η εισήγηση ήταν θετική από τη δικηγόρο του ΝΣΚ καθώς σε αυτήν τονίζεται ότι «
δεν υφίστανται πραγματολογικά στοιχεία υπέρ του Δημοσίου ικανά να δικαιολογήσουν την κρίση για απόρριψη της αίτησης και συνακόλουθα να θεωρηθεί ότι η τελευταία αυτή λύση είναι συνετή και ενδεικνυόμενη, εφόσον η πιθανότητα ευδοκίμησης της έφεσης του Δημοσίου είναι πολύ μικρή, όπως προκύπτει από τα όλως ενδεικτικώς αναφερόμενα στατιστικά δεδομένα, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παρούσας υποθέσεως.»
Σήμερα, τελικά, θα πραγματοποιηθεί η συζήτησης της έφεσης του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της Αθήνας και μάλιστα το ελληνικό Δημόσιο θα εκπροσωπήσει η εισηγήτρια της υπόθεσης στο ΝΣΚ.
Η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αναμένεται να εκδοθεί το προσεχές διάστημα.