Γιάννης Υφαντόπουλος, Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος ΜΒΑ-Υγεία ΕΚΠΑ.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγείας. Το νέο σχέδιο «Ελλάδα 2.0» του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), της Ε.Ε, θέτει νέους στόχους για την έξοδο από την δεκαετή οικονομική κρίση και τις υφεσιακές επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19. Διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο δράσεων για την ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και την αναπτυξιακή της πορεία στα πλαίσια της εναρμόνισης και σύγκλισης με τις άλλες Χώρες της Ε.Ε. Μεταξύ των κρίσιμων μεταρρυθμίσεων για τον τομέα της υγείας, περιλαμβάνονται ο εκσυγχρονισμός των νοσοκομείων και ο σχεδιασμός της πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, τομείς που επλήγησαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης. Εξετάζοντας την διαχρονική εξέλιξη των μεταρρυθμίσεων στη Χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα αποτελεί την μοναδική Χώρα της ΕΕ που δίνει την μεγαλύτερη έμφαση στην κατανομή των πόρων προς τον νοσοκομειακό τομέα και την μικρότερη προς την πρωτοβάθμια περίθαλψη.
Η ανισορροπία αυτή, καταγράφεται στα διεθνή στοιχεία του ΟΟΣΑ με την υψηλότερη δαπάνη στην Ελλάδα για νοσοκομειακή περίθαλψη σε ποσοστό του συνόλου των δαπανών υγείας και την μικρότερη δαπάνη για πρωτοβάθμια περίθαλψη. Εφόσον δίνεται έμφαση στον νοσοκομειακό τομέα, φαίνεται λογικό να επιδιώκεται από πλευράς οικονομικών υγείας, η μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση της αποδοτικότητάς των νοσοκομειακών πόρων. Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο έρευνας του Ινστιτούτου Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών (ΙΠΟΚΕ) που χαρτογράφησε την επιβάρυνση των ελληνικών δημόσιων νοσοκομείων και την πορεία της αποδοτικότητας τους, από την αρχή της εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων συγκράτησης του κόστους μέχρι σήμερα.
Μελετώντας 98 δημόσια νοσοκομεία από το 2009, παρατηρήθηκε μια συνεχή μείωση της αποδοτικότητάς τους, με παράλληλη μείωση του αριθμού των γιατρών κατά 44%, και των διαθέσιμων κλινών κατα9%. Έκτοτε ένα σημαντικό ποσοστό των νοσοκομειακών πόρων που φθάνει ακόμα και το 40%, χρησιμοποιήθηκε αναποτελεσματικά επηρεάζοντας αρνητικά την αριστοποίηση και την αποδοτικότητα των ελληνικών δημόσιων νοσοκομείων. Η καθοδική αυτή πορεία συμπίπτει με την εισαγωγή του κλειστού δημόσιου προϋπολογισμού στον νοσοκομειακό τομέα το 2016. Η έλλειψη μέτρων για τον έλεγχο του κόστους οδήγησαν τελικά σε μία αύξηση της συνολικής νοσοκομειακής δαπάνης που αγγίζει πλέον τα 1,17 δις. ευρώ για το 2020 και την μετακύλιση του κόστους και της υπέρβασης προς τη βιομηχανία.
Η παροχή μη αποδοτικών και χαμηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας συνοδεύτηκε από μία σημαντική μείωση της κατάστασης υγείας των Ελλήνων και άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Μέσα σε μία δεκαετία και για πρώτη φορά στην μεταπολεμική μας ιστορία, παρατηρήθηκε αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας κατά 62%. Την ίδια στιγμή οι Έλληνες έχασαν 3,4 έτη υγιούς επιβίωσης και τα νοικοκυριά μας έγιναν 3 φορές φτωχότερα (από 8% σε 24%).
Στις προοπτικές της νέας εποχής του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του «Ελλάδα 2.0», η χώρα μας έχει την ευκαιρία να διασφαλίσει τη αποδοτική χρήση των πόρων μέσα από την ανασυγκρότηση του τρόπου παροχής υπηρεσιών υγείας. Οι πολιτικές υγείας του μέλλοντος θα πρέπει να βασιστούν στην γνώση και την επιστημονική τεκμηρίωση του παρελθόντος. Η ακαδημαϊκή κοινότητα στην Ελλάδα μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση προτάσεων για τον επανασχεδιασμό των νοσοκομειακών και μετανοσοκομειακών υπηρεσιών υγείας. Οι νέες μεταρρυθμίσεις μπορούν να διασφαλίσουν μια καθολική πρόσβαση των ασθενών σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες που προφέρουν το μέγιστο κλινικό όφελος .