Η συμμετοχή των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στην πολιτική, η εκπροσώπησή τους στα ΜΜΕ και η κατάσταση που επικρατεί στην εκπαίδευση σχετικά με τη συμπεριληπτικότητα, ήταν τα βασικά θέματα που συζητήθηκαν κατά την διαδικτυακή ημερίδα με θέμα «VoiceIt: ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα στην καθημερινότητα» που διοργανώθηκε από το Κέντρο Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας.
Στην ημερίδα παρουσιάστηκε και το έργο VoiceIt-Strengthening LGBTQI+’s Voice in Politics καθώς και τα ευρήματα της έρευνας που έγινε στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Ιταλία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στη χώρα μας, η έρευνα συμπληρώθηκε από 417 συμμετέχοντα άτομα: Τα 137 ήταν ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, 31 ήταν κυβερνητικοί αξιωματούχοι, 17 ήταν εκπρόσωποι πολιτικών θεσμών και 232 ανήκαν στο γενικό κοινό.
Η πλειονότητα των συμμετεχόντων ατόμων στην έρευνα δήλωσε ότι η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα δεν είναι αποδεκτή στην Ελλάδα: 84,7% ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, 77,4% κυβερνητικοί αξιωματούχοι, 64,7% εκπρόσωποι πολιτικών θεσμών, 79,7% γενικό κοινό.
Επιπλέον, η πλειοψηφία δήλωσε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια δεν μπορούν να γίνουν ανάδοχοι γονείς: ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα 42,3%, κυβερνητικοί αξιωματούχοι 38,7%, εκπρόσωποι πολιτικών θεσμών 47,1%, γενικό κοινό 45,3%. Τη δυνατότητα αναδοχής γνώριζαν 35% ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, 19,4% κυβερνητικοί αξιωματούχοι, 35,3% εκπρόσωποι πολιτικών θεσμών, 22,4% γενικό κοινό.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σχεδόν τα μισά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα που απάντησαν στην έρευνα (48,2%) δήλωσαν ότι τα ίντερσεξ άτομα δεν προστατεύονται από ιατρικές παρεμβάσεις «κανονικοποίησης» στην Ελλάδα, ενώ η πλειονότητα των άλλων ομάδων παρέμεινε αβέβαιη.
Παράλληλα, το 51,1% των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, το 38,7% των κυβερνητικών αξιωματούχων, το 41,2% των εκπροσώπων πολιτικών θεσμών και το 35,8% του γενικού κοινού δήλωσε ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα δεν είναι νομικά προστατευμένα από τις διακρίσεις.
Επίσης, το 38% των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, το 32,3% των κυβερνητικών αξιωματούχων, το 29,4% των εκπροσώπων πολιτικών θεσμών και το 32,8% του γενικού κοινού δήλωσε ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα δεν είναι νομικά προστατευμένα από τα εγκλήματα μίσους.
Οι απαντήσεις των συμμετεχόντων ατόμων σχετικά με τις αντιλήψεις τους για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων που θα έπρεπε να είναι νομικά κατοχυρωμένα έδειξαν ένα γενικό θετικό κλίμα. Ωστόσο, 41,18% των εκπροσώπων πολιτικών θεσμών (7 άτομα) δήλωσε ότι η τεκνοθεσία δεν θα έπρεπε να είναι νόμιμη για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Σε σχέση με τη συμμετοχή των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στην πολιτική, η πλειονότητα των συμμετεχόντων ατόμων δήλωσε ότι η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα δεν αντιπροσωπεύεται ισότιμα στην πολιτική και συγκεκριμένα: 87,6% των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, 70,69% του γενικού κοινού, 61,29% των κυβερνητικών εκπροσώπων και 76,47% των εκπροσώπων πολιτικών θεσμών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 70,07% των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων δήλωσε ότι δεν μπορεί να εμπλακεί στις πολιτικές διαδικασίες χωρίς κίνδυνο να βιώσει διακρίσεις, 71,53% δεν νιώθει ότι στην περίπτωση εμπλοκής του, οι θέσεις του θα λαμβάνονταν υπόψη όσο και ενός cis-ετεροφυλόφιλου ατόμου και ότι το 51,62% των κυβερνητικών εκπροσώπων δήλωσε ότι δεν υπάρχουν αρκετές ευκαιρίες για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα να συμμετάσχουν στην πολιτική.
Υπάρχει ανάγκη πολιτικής μεταρρύθμισης
Σε γενικές γραμμές, η πλειονότητα και των τεσσάρων ομάδων συμφώνησε ότι υπάρχει ανάγκη πολιτικής μεταρρύθμισης, σχετικά με τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, στις δημόσιες υπηρεσίες, την κοινωνική πρόνοια, την προστασία των πολιτικών και οικογενειακών δικαιωμάτων, του νόμου κατά των διακρίσεων, την εργασιακή πολιτική, το σύστημα εκπαίδευσης και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, αρμόδιος για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού, Νικόλας Γιατρομανωλάκης που συμμετείχε στην ημερίδα, αναφέρθηκε στη δική του εμπειρία στην πολιτική ως ανοικτά ΛΟΑΤΚΙ άτομο και σε έρευνα του ευρωβαρόμετρου (2019) που δείχνει ότι στην Ελλάδα τέσσερις στους δέκα αισθάνονται άβολα με την ύπαρξη ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στην πολιτική.
Ο κ. Γιατρομανωλάκης σημείωσε ανάμεσα σε άλλα ότι τα media ακόμα δεν μπορούν να διαχειριστούν την ύπαρξη των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στην πολιτική και ανέφερε ότι το ενδιαφέρον των μέσων όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα του ίδιου ήταν μάλλον μια αμήχανη προσέγγιση.
Τόνισε ακόμα ότι πολλές φορές τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα λειτουργούν ως κλειστά κλαμπ και ότι δύσκολα αφήνουν νέα μέλη να μπουν μέσα. Υπάρχουν μια σειρά σκόπελοι για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα που θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική, όπως επεσήμανε ο υφυπουργός. «Ο πρώτος είναι το ίδιο το κόμμα στο οποίο θα θέλει να είναι μέλος και να έχει μία συμμετοχή, να αναδειχθεί μέσα σε αυτό με κάποιο τρόπο και μετά να αναδειχθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή και, αν μιλάμε για εκλεγμένους εκπροσώπους, να εκλεγεί».
Προσέθεσε δε ότι αποτελεί μεγάλο ζήτημα και η ορατότητα γιατί όταν δεν γνωρίζει κάποιος ότι μπορεί να έχει μια πολιτική σταδιοδρομία, αυτό δρα αποτρεπτικά. «Δίνω μεγάλη σημασία στην ορατότητα και ένας από τους λόγους για τους οποίους κι εγώ προσωπικά επέλεξα πολύ ανοιχτά να τοποθετηθώ σε αυτό το θέμα νωρίς ήταν ακριβώς αυτό: γιατί δεν θέλω στο μέλλον να υπάρξει οποιοδήποτε άτομο που θα θεωρήσει ότι ο σεξουαλικός του προσανατολισμός ή ταυτότητα του φύλου του θα πρέπει να αποτελεί εμπόδιο ή κριτήριο για το αν θα έχει μια πολιτική σταδιοδρομία».
Σε σχέση με την παρουσία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στην εκπαιδευτική διαδικασία η Δήμητρα Κογκίδου, καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων του ΑΠΘ, τόνισε ότι τα σχολεία θα πρέπει να είναι ασφαλείς συμπεριληπτικοί χώροι γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει μάθηση για όλα τα παιδιά και προσέθεσε ότι τα σχολεία στην Ελλάδα δεν είναι τέτοια σχολεία.
Η κ. Κογκίδου αναφέρθηκε και στην πρόσφατη έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης σε συνεργασία με την UNESCO Safe At School (2018) όπου επισημαίνεται ότι ο εκπαιδευτικός τομέας πρέπει να διασφαλίσει ότι όλα τα παιδιά θα έχουν πρόσβαση σε ασφαλή, μη βίαια και συμπεριληπτικά περιβάλλοντα μάθησης που θα παρέχουν προστασία και στήριξη σε εκπαιδευόμενους/ες που υφίστανται SOGIESC (Sexual Orientation, Gender Identity and Expression, and Sex Characteristics) βία. Όπως είπε η κ. Κογκίδου όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι το δικαίωμα αυτό δεν έχει διασφαλιστεί, ότι η SOGIESC βία έχει σοβαρές επιπτώσεις στα παιδιά/νέους ανθρώπους, καθώς έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ακαδημαϊκή επίδοση, στη σωματική-ψυχική υγεία και στη συναισθηματική ευεξία κυρίως των θυμάτων, αλλά είναι, επίσης επιζήμια για όλα τα εμπλεκόμενα άτομα και το εκπαιδευτικό περιβάλλον, έχει ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό κόστος και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Το φαινόμενο όπως είπε είναι παγκόσμιο, ενώ η SOGIESC βία έχει πολλές μορφές.