Με τον καλύτερο διπλωματικό τρόπο θα αντιμετωπιστούν οι απειλές της Τουρκίας είπε σήμερα ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης.
Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, προσερχόμενος στο Συνέδριο του Economist, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι παρατηρείται καθυστέρηση από πλευράς Βρυξελλών για την απόφαση της ΕΕ σε σχέση με τις προκλήσεις της Τουρκίας κατά της Κύπρου, ο Πρόεδρος είπε ότι «υπάρχει το ενδιαφέρον από ευρωπαϊκής πλευράς, όπως ξέρετε θα συζητηθεί την επόμενη βδομάδα μια έκθεση ενημέρωσης με βάση την υπηρεσία πληροφοριών στην οποία καταγράφονται τα όσα δυστυχώς έχουν επισυμβεί ή επισυμβαίνουν. Οι απειλές οπωσδήποτε από πλευράς Τουρκίας και λαμβάνονται υπόψη και θα αντιμετωπιστούν με τον καλύτερο διπλωματικό τρόπο».
Ερωτηθείς σε σχέση με τα Πρακτικά συναντήσεων στο Κραν Μοντανά που είδαν το φως της δημοσιότητας, ο Πρόεδρος είπε ότι «έπραξα ό,τι έπρεπε να πράξω για να είμαι εποικοδομητικός, δημιουργικός, προκειμένου να πετύχουμε μια λύση που θα ήταν αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες. Το θέμα της Ασφάλειας για πρώτη φορά ανεδείχθη ύστερα από τις δικές μας ενέργειες, ποτέ προηγουμένως δεν είχε συζητηθεί και είναι καλά γνωστό ότι ύστερα από συνάντηση με τον ΓΓ στις 4 Ιουνίου 2017 είχε γίνει η βαρυσήμαντη δήλωση που μιλούσε για αναχρονιστικό σύστημα εγγυήσεων και πως θα έπρεπε να εξευρεθεί άλλος τρόπος παροχής ασφάλειας αν και εφόσον χρειαζόταν. Συνεπώς, εκείνο το οποίο, όπως και τότε το είπα και τώρα θέλω να το επαναλάβω, αποτέλεσε την αιτία κατάρρευσης της προσπάθειας ήταν η εμμονή της Τουρκίας στη συνέχιση των εγγυήσεων και στην παρουσία αυξημένου αριθμού κατοχικών στρατευμάτων σε σχέση με την πρόταση για μια περίοδο ενός αγήματος, όπως προέβλεπε η Συνθήκη του 1960».
Σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι συνεχίζει να δέχεται πυρά από ΑΚΕΛ, ο Πρόεδρος είπε ότι «δεν είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που δέχεται τα πυρά. Είναι ο Κυπριακός Ελληνισμός που δέχεται τα πυρά όταν του αποδίδονται ευθύνες, εκτός εάν εκείνο το οποίο θα ήθελαν είναι να αποδεχθώ εγγυήσεις να αποδεχθώ την παρουσία στρατευμάτων, να αποδεχθώ όσα η Τουρκία διεκδικούσε».