Με έξι πρεμιέρες ταινιών ξεκινά από σήμερα Πέμπτη (19.5.2022) η εβδομάδα στα σινεμά, με τα εισιτήρια να παρουσιάζουν ικανοποιητικά νούμερα τις τελευταίες εβδομάδες, κάτι που οδηγεί τα γραφεία διανομής να προωθούν μαζικά νέες ταινίες, οι οποίες μπορεί να «καίνε» ορισμένες άλλες που δεν έχουν κάνει ακόμα τον κύκλο τους.
Πιο συγκεκριμένα, αυτή την εβδομάδα προβάλλονται στα σινεμά εννέα ταινίες, απ’ τις οποίες ξεχωρίζουν τα δράματα «Νύχτα της Φωτιάς», απ’ το Μεξικό και «Νίτραμ», από την Αυστραλία, καθώς και η ελληνική κομεντί «Μαγνητικά Πεδία» του Γιώργου Γούση. Επίσης, ένα νέο γύρο προβολών ξεκινά και η ταινία της Μιμής Ντενίση «Σμύρνη μου Αγαπημένη».
Νύχτα της Φωτιάς (Prayers for the Stolen)
Δραματική ταινία, μεξικανικής (πολυεθνικής παραγωγής) του 2021, σε σκηνοθεσία Τατιάνα Χουέζο, με τους Γκιγιέρμο Βιλέγας, Μάιρα Μπατάλια, Αλεχάντρα Καμάτσο κ.ά.
Μια σύνθετη και συνάμα απλή, τρυφερή ταινία από το Μεξικό, περιγράφει συγκλονιστικά τις βίαιες συνθήκες στις οποίες ζει ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, που απέσπασε ειδική μνεία στο “Ένα Κάποιο Βλέμμα” του Φεστιβάλ Καννών και κέρδισε τη Χρυσή Αθηνά στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.
Η ταινία τής πρωτοεμφανιζόμενης στη μυθοπλασία, αλλά έμπειρης στο ντοκιμαντέρ, Τατιάνα Χουέζο, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Τζένιφερ Κλέμεντ, χτυπά στην καρδιά τον θεατή, με τα συναισθήματα να αναμετρώνται με τη σκληρή πραγματικότητα, καθώς η βάση της βρίσκεται στην ενηλικίωση των μικρών κοριτσιών μιας οικογένειας που ζει υπό το κράτος του φόβου που επιβάλουν τα καρτέλ των ναρκωτικών.
Το στόρι περιστρέφεται γύρω από τρία κορίτσια που μπαίνουν στην εφηβεία. Στο ορεινό χωριό τους κάνουν κουμάντο οι ναρκέμποροι, που υποχρεώνουν τους χωρικούς να καλλιεργούν οπιώδη φυτά, με ελάχιστα χρήματα ως αμοιβή, ενώ πολλοί άντρες έχουν φύγει για να αναζητήσουν καλύτερη δουλειά, αφήνοντας πίσω τις οκογένειές τους. Όταν κάποιοι ναρκέμποροι κλέβουν ένα από τα κορίτσια, τα υπόλοιπα αναγκάζονται να κόψουν τα μαλλιά τους, για να μη δίνουν στόχο, να κρύβονται διαρκώς, ενώ ταυτόχρονα ανακαλύπτουν ότι πέρα από το χωριό τους υπάρχει κάτι καλύτερο έξω από τη ζωή στην περιοχή τους, παρά τη γενική και απαισιόδοξη πεποίθηση περί του αντιθέτου.
Σκηνοθετικά ενδιαφέρουσα, με πλάνα που κεντράρουν στα κορίτσια και μεταδίδουν με απλότητα τον πλούτο των συναισθημάτων τους, η ταινία συγκινεί αβίαστα, ενώ παράλληλα αφήνει διακριτικά μια αίσθηση μικρής αισιοδοξίας, που πηγάζει από τα κορίτσια, το μέλλον αυτού του κόσμου, που έχει πάρει την κάτω βόλτα. Και βεβαίως από κοντά το σύμβολο της μάνας, μακριά από τα στερεότυπα και όλα αυτά τα φαινόμενα παρακμής του ανεπτυγμένου κόσμου.
Εξαιρετικές ερμηνείες από τα κορίτσια και τους άγνωστους ηθοποιούς και ειδικά από την Μάιρα Μπατάλια, στο ρόλο της βασανισμένης μάνας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε μια απομονωμένη πόλη στα βουνά του Μεξικού, τα κορίτσια έχουν αγορίστικα κουρέματα και έχουν μάθει να τρέχουν προς υπόγεια κρησφύγετα όταν τα μαύρα SUV των καρτέλ εμφανίζονται από μακριά. Μόνο που μια μέρα, ένα από αυτά δεν θα προλάβει να κρυφτεί εγκαίρως…
Νίτραμ (Nitram)
Δράμα, αυστραλιανής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Τζάστιν Κερζέλ, με τους Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Τζούντι Ντέιβις, Άντονι Λα Πάλια, Έσι Ντέιβις, Σον Κίναν κ.ά.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες που μας έχουν έρθει τα τελευταία χρόνια από την Αυστραλία είναι αυτό το δράμα του Τζάστιν Κερζέλ (“Μάκβεθ”) και το οποίο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, σε μία από τις πιο ζοφερές ιστορίες της μακρινής χώρας, μια σφαγή που σημάδεψε την Τασμανία το 1996. Ένα αντισυμβατικό δράμα, που δίχασε την κοινότητα της Τασμανίας, αλλά κέρδισε δέκα βραβεία της Αυστραλιανής Ακαδημίας Κινηματογράφου και συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών.
Μπορεί το θέμα του Κερζέλ να βασίζεται στη σφαγή που έγινε στην Τασμανία, αλλά το στόρι του επικεντρώνεται στον ιδανικό αντιήρωά του, έναν νέο με διανοητικά προβλήματα, που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα αισθήματά του, έναν κόσμο που τον θέτει στο περιθώριο, τα επικίνδυνα μηνύματα της τηλεόρασης και με την ευκολία της οπλοκατοχής να ξεκληρίζει 35 ανυποψίαστους πελάτες ενός καταστήματος.
Βαρύ δράμα, ζοφερό περιβάλλον, στοχαστική ματιά πάνω σε μια κοινωνία η οποία σκληραίνει ολοένα και περισσότερο, ενώ κάτω από την επιφάνεια ενός ευνομούμενου κράτους κρύβεται η αδυσώπητη πραγματικότητα, τα συμφέροντα, τα τεράστια κέρδη. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κάποιος ότι έπειτα από το θλιβερό συμβάν υπήρξε νόμος που έκανε αυστηρότερη κατά πολύ την οπλοκατοχή, καταστράφηκαν κοντά ένα εκατομμύριο όπλα και σήμερα 25 χρόνια μετά υπάρχουν στην Αυστραλία ακόμη περισσότερα όπλα από τότε.
Αυτή όμως είναι μόνο μία διάσταση της ταινίας, γιατί ο Κερζέλ βρίσκει ευκαιρία να καυτηριάσει και άλλα δυσάρεστα φαινόμενα στη χώρα του, όπως την ευκολία της περιθωριοποίησης, της αποξένωσης, την εξαθλίωση, πίσω από τις καρτ ποστάλ εικόνες της Αυστραλίας.
Αξιέπαινη η ερμηνεία του Τεξανού ανερχόμενου ηθοποιού Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, σε έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο, που θέλει κόπο και τρόπο για να ξεφύγει από τη γραφικότητα, ενώ δίπλα του θαυμάσιοι καρατερίστες, όπως η Τζούντι Ντέιβις, ο Άντονι Λα Πάλια και ο Σον Κίναν, στηρίζουν πλήρως το εγχείρημα του Κερζέλ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Νίτραμ ζει με την μητέρα του σε ένα προάστιο της Αυστραλίας στα μέσα τις δεκαετίας του 1990. Ζει μια ζωή απομόνωσης και απογοήτευσης όπου δεν μπορεί να ενταχθεί πουθενά. Αυτό μέχρι που τελείως απρόσμενα βρίσκει μια στενή φίλη στο πρόσωπο της Έλεν. Όταν όμως η φιλία τους λήξει με έναν τραγικό τρόπο, η μοναξιά και ο θυμός του Νίτραμ μεγαλώνουν και ξεκινάει μια αργή κατηφόρα που θα οδηγήσει στην καταστροφή.
Μαγνητικά Πεδία
Κομεντί, ελληνικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Γιώργου Γούση, με τους Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, Έλενα Τοπαλίδου, Νίκο Σπανίδη κ.ά.
Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο δημιουργός κόμικς και σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης ξαφνιάζει ευχάριστα και δικαίως διεκδικεί και επτά βραβεία Ίρις, ενώ είχε κερδίσει και έξι βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Χρησιμοποιώντας απλά υλικά και αυθεντικά συναισθήματα, αφήνοντας ελεύθερο το συμπαθέστατο πρωταγωνιστικό του ζευγάρι να συνδιαμορφώσει το σενάριο κι έχοντας στο χέρι μια miniDV κάμερα να παίζει με τα τοπία της Κεφαλονιάς και την αισθητική της δεκαετίας του ’90, στήνει ένα παιχνιδιάρικο, καλών αισθημάτων, φιλμ περιπλάνησης. Έναν ύμνο για την ανάγκη της ανθρώπινης επαφής, σε έναν κόσμο που αρχίζει να κοιτά μόνο την πάρτη του, μαθαίνει να αντιπαθεί, στην καλύτερη περίπτωση, τον διπλανό του.
Η ιστορία του κι αυτή, απλή: Ένας άνδρας που θέλει να θάψει το μεταλλικό κουτί με τα οστά μιας θείας του και μια κοπέλα που δεν αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό της στην Αθήνα, θα βρεθούν τυχαία σε ένα νησί και θα περιπλανηθούν μαζί μέχρι να καταφέρει ο πρώτος τον σκοπό του.
Ο Γούσης, σε μια εποχή όπου η κοινωνική αποστασιοποίηση αντεπιτίθεται, χωρίς καμία διάθεση εντυπωσιασμού, ακολουθεί κατά πόδας το παράξενο πρωταγωνιστικό του ζευγάρι, που κουβαλά τα δικά του προβλήματα και αναζητεί μια ζεστή αγκαλιά, ένα βλέμμα με ενδιαφέρον, μια τρυφερή κουβέντα που θα γλυκάνει κάπως τη ζωή του.
Ένα μικρό ρομαντικό κομψοτέχνημα, που παρά τις αδυναμίες του (ορισμένες φορές θυμίζει συρραφή μικρών μήκους ταινιών), διαθέτει ψυχή, δημιουργεί μια ευχαρίστηση, βγάζει στο πανί τις καλές προθέσεις και αναδεικνύει ένα νέο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, που μοιάζει οικείο και αγαπητό. Μαζί του και ο Γιώργος Κουτσουλιάρης, που με τη φωτογραφία του δίνει μια απόκοσμη γοητεία στη χειμωνιάτικη Κεφαλονιά.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Έλενα είναι χορεύτρια και οδηγεί μόνη της προς άγνωστο προορισμό, όταν, σε μια απόφαση της στιγμής, αλλάζει πορεία και μπαίνει στο φέρι για ένα νησί. Το εσωτερικό βάρος που κουβαλάει θα το μοιραστεί με έναν άνδρα που συναντάει τυχαία, τον Αντώνη, ο οποίος κουβαλάει ένα μεταλλικό κουτί και μαζί θα ξεκινήσουν να περιπλανιούνται στο νησί, ψάχνοντας ένα ωραίο μέρος για να το θάψουν.
Το Κοστούμι (The Outfit)
Δραματικό θρίλερ, αμερικανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Γκρέιαμ Μουρ, με τους Μαρκ Ράιλανς, Ντίλαν Ο’Μπράιαν, Ζόι Ντόιτς, Τζόνι Φλιν, Σάιμον Ράσελ Μπιν κ.ά.
Υπερφιλόδοξο γκανγκστερικό φιλμ εποχής, που διαθέτει μία ιδιαιτέρως φροντισμένη παραγωγή, μία καλή, σε γενικές γραμμές, σκηνοθεσία, με ξεχωριστό πρωταγωνιστή και θεατρικές καταβολές, καλές ερμηνείες και ένα συντακτικά άρτιο σενάριο. Ωστόσο, το φιλμ δεν λειτουργεί συνολικά, μένεις με την απορία γιατί δεν πείθει και κυρίως γιατί στο τέλος σε αφήνει σχεδόν αδιάφορο.
Το φιλμ, ένας συνδυασμός δράματος, θρίλερ και μυστηρίου, έχει να κάνει με γκάνγκστερ, στο Σικάγο της δεκαετίας του ’50, που έχουν ως βιτρίνα έναν Άγγλο μετρ της ραπτικής ανδρικών κουστουμιών και το μικρό ραφτάδικό του, για να κάνουν τις βρομοδουλειές τους, και όταν φτάνει η ώρα για ένα ξεκαθάρισμα μεταξύ των συμμοριών όλα ανατρέπονται, μετά από ένα απρόσμενο αιματοκύλισμα.
Ο γνωστός σεναριογράφος Γκρέιαμ Μουρ (Όσκαρ σεναρίου για το “Παιχνίδι της Μίμησης”), που εκτός από τη σκηνοθεσία υπογράφει και το σενάριο -όπως είναι λογικό, δίνει την αίσθηση ότι κάποια στιγμή τυφλώνεται και δεν βλέπει ότι το καλογραμμένο κείμενο είναι εντελώς αφελές, καθώς η ίντριγκα που στήνει, μια παγίδα τού ράφτη στους γκάνγκστερ, στηρίζεται σε αστάθμητους παράγοντες, που όλοι λειτουργούν υπέρ του και είναι αδιανόητο να είχε προβλέψει. Επιπλέον, από την αρχή, με ένα κρεσέντο αχρείαστης φλυαρίας, δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για θεατρικό έργο -μια αίσθηση που ενισχύεται και από το ότι η ταινία εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου μέσα στο μικρό ραφτάδικο- και κάνοντας, μάλιστα, ό,τι μπορεί για να τονίσει τη θεατρικότητα του φιλμ. Μία επιλογή ή μία στραβωμάρα που ρίχνει κι άλλο το επίπεδο της ταινίας, απομακρύνεται κι άλλο από την αληθοφάνεια, με τον θεατή να περιμένει κάποια στιγμή να ανάψουν τα φώτα και να φανεί το θεατρικό σανίδι και οι γκουίντες.
Από κει και πέρα υπάρχουν κάποιοι πνευματώδεις διάλογοι («από το Λονδίνο δεν με έδιωξε ο πόλεμος αλλά το μπλου τζιν»), οι καλές -αλλά θεατρικές- ερμηνείες, τα καλοραμμένα κοστούμια εποχής και βεβαίως η τελική ανατροπή στο φινάλε -που, κακά τα ψέματα, όσο και αν μοιάζει ευφάνταστη, δεν πείθει καθόλου.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ Μαρκ Ράιλανς, μπορεί να δείχνει την υποκριτική του παιδεία και να έχει την άνεση να μην θέλει να αποδείξει τίποτα, αλλά η γενικότερη θεατρική δομή και το ύφος της ταινίας δεν τον αφήνουν να αναπνεύσει και να αναδείξει τον μυστηριώδη χαρακτήρα του φιλήσυχου, τρομαγμένου ανθρώπου που κρύβει κάτι σοβαρό από το παρελθόν του. Συμπαθητικές και οι άλλες ερμηνείες, με καλύτερη σαφώς του αρχιμαφιόζου, που υποδύεται ο Σάιμον Ράσελ Μπιλ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Λέοναρντ αφιέρωσε δεκαετίες από τη ζωή του για να εξελιχθεί σε έναν εξειδικευμένο και περιζήτητο τεχνίτη στο Λονδίνο, αλλά όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε το Λονδίνο χρεοκοπημένο, ο ίδιος έφυγε για την Αμερική. Στο Σικάγο, διατηρεί ένα μικρό γωνιακό κατάστημα για τους μόνους ανθρώπους που μπορούν να αντέξουν οικονομικά τα κοστούμια του -μια οικογένεια γκάνγκστερ. Καθώς ξεσπάει ένας πόλεμος συμμοριών, οι καχυποψίες για την ύπαρξη ενός χαφιέ πολλαπλασιάζονται και το κυνήγι του χαφιέ αρχίζει να επικεντρώνεται στους ανθρώπους μέσα στο κατάστημα του ράφτη, σε μια μοιραία νύχτα με πολλές ανατροπές.
Κώδικας: Εκδίκηση (The Protégé)
Περιπέτεια, αμερικανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Μάρτιν Κάμπελ, με τους Μάγκι Κιου, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Μάικλ Κίτον, Ρόμπερτ Πάτρικ, Ρέι Φίρον, Γκονγκ Λι κ.ά.
Ακόμη μία βίαιη περιπέτεια εκδίκησης, που κατακλύζεται από χορογραφημένα φονικά, τη γνωστή βωμολοχία και το χιούμορ που πολλές φορές είναι φτηνό σαν αποσμητικό σε στρατώνα νεοσυλλέκτων της δεκαετίας του ’70. Άλλωστε, η ταινία του έμπειρου στο είδος Μάρτιν Κάμπελ απευθύνεται κυρίως στο νεανικό κοινό, που λίγο πολύ βλέπει τον κινηματογράφο ως εκτόνωση.
Έχοντας μια υποτυπώδη ιστορία, που πολλές φορές χάνει κάθε ίχνος αληθοφάνειας, με μια σούπερ ντούπερ πληρωμένη δολοφόνο να θέλει να εκδικηθεί τον βάναυσο φόνο του μέντορά της, θρυλικού, επίσης, δολοφόνου, που την έσωσε όταν ήταν παιδί και στη συνέχεια της έμαθε τη “δουλειά”, ο Κάμπελ γεμίζει από το πρώτο λεπτό το φιλμ του με φονικά, αλλά και με παραδοξολογίες, όπως αυτή της υπερβολικής γνώσης της λογοτεχνίας από το δολοφονικό δίδυμο.
Και μπορεί να ξεκινά κάπως ενθαρρυντικά η ταινία, που θα ήθελε να είναι ένα απενοχοποιημένο διασκεδαστικό φιλμ δράσης, αλλά όσο αυτό προχωρά χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, το ένα αιματοκύλισμα διαδέχεται το άλλο και στο τέλος προσπαθείς να θυμηθείς για ποιο λόγο έγιναν όλα, ενώ δεν λείπουν και τα κλισέ του είδους.
Τουλάχιστον η ταινία αποφεύγει τη σοβαροφάνεια και τις ηθικολογικές παγίδες, ενώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι το φινάλε αφήνει ανοικτό για μία ακόμη τουλάχιστον συνέχεια.
Η Μάγκι Κιου, διεκπεραιώνει με άνεση το ρόλο τής επαγγελματία δολοφόνου, ο Σάμιουελ Τζάκσον ως μέντοράς της στα όρια του γραφικού και ο Μάικλ Κίτον περνά σχεδόν αδιάφορος.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Άννα έχει εξελιχθεί στην πιο εξειδικευμένη δολοφόνο στον κόσμο, αφού εκπαιδεύτηκε από τον θρυλικό δολοφόνο Μούντι που τη διέσωσε όταν εκείνη ήταν παιδί. Όταν ο Μούντι -ο άντρας που ήταν σαν πατέρας της και της έμαθε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει για την εμπιστοσύνη και την επιβίωση- σκοτώνεται βάναυσα, η Άννα ορκίζεται εκδίκηση. Καθώς εμπλέκεται με έναν αινιγματικό δολοφόνο που δεν θα της κρύψει την έλξη του προς εκείνη, η αντιπαράθεση τους γίνεται θανατηφόρα.
Λούις Γουέιν: Ενας Ξεχωριστός Κόσμος (The Electrical Life of Louis Wain)
Βιογραφικό δράμα, βρετανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Γουίλ Σάρπ, με τους Μπενεντίκτ Κάμπερμπατς, Κλερ Φόι, Αντρεα Ράιζμπορο, Τόμπι Τζόουνς, Σάρον Ρούνεϊ κ.ά.
Όχι και τόσο συμβατική βιογραφία, όπως συνηθίζεται τελευταίως, που έχει κάποιο ενδιαφέρον, αν και ορισμένες φορές νομίζεις ότι ο Βρετανός, ιαπωνικής καταγωγής, σκηνοθέτης Γουίλ Σαρπ, κάνει ό,τι μπορεί για να ξεπεράσει σε εκκεντρικότητα τον ήρωά του, Λουίς Γουέιν, έναν ξεχασμένο πια ζωγράφο, που σχεδίαζε γατάκια και ανθρωπόμορφες γάτες, θεωρείται πρόδρομος της ψυχεδελικής τέχνης του ’60 και έπασχε από σχιζοφρένεια.
Η ταινία του Σαρπ, τραβά το ενδιαφέρον ως ένα σημείο, έχει αρκετές χιουμοριστικές στιγμές, το συναίσθημα μπλέκεται πολλές φορές και όχι ευδιάκριτα, με την τρέλα, αλλά είναι φανερό ότι μεγαλοποιεί ορισμένες καταστάσεις, που θα μπορούσαν να μείνουν στο περιθώριο και χάνει το μέτρο, αλλά και την έκταση του θέματός του.
Η παρουσία του Μπενεντίκτ Κάμπερμπατς, που πλέον “όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει”, στον πρωταγωνιστικό ρόλο μάλλον υπερβολική, όπως και πολλές απ’ τις υπόλοιπες των δεύτερων ρόλων.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η ξεχωριστή και αληθινή ιστορία του εκκεντρικού Βρετανού καλλιτέχνη Λούις Γουέιν, του οποίου οι παιχνιδιάρικες και συχνά ψυχεδελικές εικόνες βοήθησαν στο να αλλάξει παντοτινά η άποψη του κοινού για τις γάτες. Ξεκινώντας από 19ο αιώνα και φθάνοντας μέχρι τη δεκαετία του 1930, ακολουθούμε τις απίστευτες περιπέτειες αυτού του εμπνευσμένου αλλά αφανούς ήρωα, καθώς επιχειρεί να ξεκλειδώσει τα “ηλεκτρικά φορτισμένα” μυστήρια του κόσμου και να κατανοήσει καλύτερα την ίδια τη ζωή του και την βαθιά αγάπη που μοιραζόταν με την σύζυγό του Έμιλυ.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Τα Κορδόνια (Lacci)
Εύπεπτο αισθηματικό δράμα, ιταλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Ντανιέλε Λουκέτι, που βλέπεται με σχετικό ενδιαφέρον, εκμαιεύει τη συγκίνηση, μεταφέρει λίγη από τη γοητεία τής Νάπολης, όπου διαδραματίζεται η ιστορία -η κρίση στις σχέσεις ενός φαινομενικά ευτυχισμένου ζευγαριού- και διαθέτει και κάποιες εύστοχες ατάκες.
Βεβαίως, η απόσταση της ταινίας του Λουκέτι από τον Αντονιόνι, στον οποίο παραπέμπει το στόρι (βασίζεται στο βιβλίο του Ντομένικο Σταρνόνε), έχει τόση απόσταση όση και η σημερινή Ιταλία από εκείνη των δεκαετιών του ’50 και ’60. Παίζουν ικανοποιητικά οι Λουίτζι Λο Κάσιο, Λίντα Καρίντι, Σίλβιο Ορλάντο και Αλμπα Ρορβάχερ.
Σμύρνη μου Αγαπημένη
Μία από τις επιτυχίες τής χρονιάς, για την ελληνική παραγωγή, πίσω από τον “Άνθρωπο του Θεού”, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη, επιστρέφει, για έναν ακόμη γύρο προβολών, με νέο μοντάζ, ταιριαστό με τα θερινά σινεμά, καθώς η διάρκεια της φιλόδοξης ταινίας περιορίζεται στις δυο ώρες.
Η Μιμή Ντενίση, παραγωγός και ψυχή τής ταινίας, μαζί με ένα πολυπρόσωπο επιτελείο ηθοποιών, μας θυμίζει τη Μικρασιατική Καταστροφή, 100 χρόνια από το ιστορικό γεγονός που εξακολουθεί να συγκινεί, όπως είναι λογικό, όλους τους Έλληνες.
Άνοιξη σε μια Μικρή Πόλη (Xiao Cheng Zhi Chun)
Κινεζικό λυρικό ρομαντικό δράμα που γύρισε το 1948 ο Φέι Μου και ακτινογραφεί τα συντρίμμια που άφησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.
Για μελετητές και κινηματογραφικούς οδοιπόρους…
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ