Απάντηση στα όσα είπε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην Βουλή για τις παρακολουθήσεις και την αναφορά που έκανε στις απόψεις του, δίνει με ανακοίνωσή του ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
«Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης θεώρησε σκόπιμο να αντιταχθεί ο ίδιος προσωπικά ενώπιον της Βουλής στην επιστημονική μου θέση ότι οι βουλευτές (και ως εκ τούτου ο εκάστοτε πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των κομμάτων, οι υπουργοί αλλά, όπως θα δούμε, και η ίδια η Πρόεδρος της Δημοκρατίας) περιβάλλονται με ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ως προς το απόρρητο των επικοινωνιών τους», τονίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Και συνεχίζει: «Ταυτόχρονα όμως ο κ. Μητσοτάκης αποδέχθηκε ανέτως ότι πρέπει να ισχύουν αυξημένες εγγυήσεις για τα δημόσια πρόσωπα και κάλεσε τα κόμματα να συμβάλλουν στη διαμόρφωση αυτού του ειδικού πλαισίου. Με ποια άραγε συνταγματική βάση μπορεί να υπάρχουν ειδικές νομοθετικές προβλέψεις για τα δημόσια πρόσωπα σε απόκλιση από την αρχή της ισότητας που με απλουστευτικό ζήλο επικαλείται;
Με ποια συνταγματική βάση θα προστατευθεί το τηλεφωνικό απόρρητο του ίδιου του πρωθυπουργού έναντι ενός κακού διοικητή της ΕΥΠ που αποσπά εισαγγελική έγκριση να παρακολουθήσει το κινητό τηλέφωνο του πρωθυπουργού αναφέροντας στον εισαγγελέα μόνο τον αριθμό χωρίς όνομα και χωρίς αιτιολογία;
Θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης ότι μια κυβέρνηση μπορεί επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας με την έγκριση ενός ή έστω δυο εισαγγελέων να θέτει υπό διαρκή παρακολούθηση όλους τους πολιτικούς της αντιπάλους;
Θεωρεί ο κ. Μητσοτάκης ότι οι πολιτικοί αρχηγοί πρέπει να αντιμετωπίζονται από την ΕΥΠ όπως αλλοδαποί ύποπτοι για κατασκοπεία; Αν όχι, πώς και πού αυτό θεμελιώνεται συνταγματικά;
Επικαλέστηκε ο κ. Μητσοτάκης την υπόθεση των βουλευτών της «Χρυσής Αυγής». Ελπίζω να του έχει γίνει σαφές ότι είναι άλλο ζήτημα η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος με αιτιολογημένο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και άλλο η άρση του απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» που δεν συνιστούν έγκλημα, άρση που γίνεται με αίτημα της ΕΥΠ χωρίς αιτιολογία, συχνά χωρίς μνεία του ονόματος του παρακολουθούμενου και με απλή εισαγγελική διάταξη που δεν αιτιολογείται».
Κάνοντας μνεία στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής και και την άρση του βουλευτικού ακαταδίωκτου αναφέρει: «Στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής μετά την τραγική δολοφονία Φύσσα, υπήρχε αυτόφωρο κακούργημα, δεν απαιτείτο άδεια της Βουλής για την άρση του βουλευτικού ακαταδίωκτου, η δικαιοσύνη όφειλε να ενεργήσει αμέσως, όπως και έκανε, επί των ημερών της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου. Δεν είχαν τεθεί οι βουλευτές της ΧΑ υπό προηγούμενη παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Εκ των υστέρων ήρθη η προστασία των εξωτερικών στοιχείων των τηλεφωνικών συνομιλιών που είχαν κάνει μεταξύ τους οι εμπλεκόμενοι ανάμεσα τους και βουλευτές. Ας μου επιτρέψει ο κ. Μητσοτάκης να ξέρω καλύτερα από αυτόν τι συνέβη τότε και τι πρωτοβουλίες πήραμε με τον Αντώνη Σαμαρά.
Κατά το άρθρο 62 Συντ. για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου βουλευτή απαιτείται άδεια της Βουλής με σκοπό τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος και πριν την άδεια δεν μπορούν να διενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν προσωπικά τον βουλευτή ( άρθρο 56 παρ.1 ΚΠΔ), όπως σωματική έρευνα και πολύ περισσότερο πράξεις σχετικές με τα προσωπικά του δεδομένα και τις συνομιλίες του. Εκτός και αν υπάρχει αυτόφωρο κακούργημα.
Η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας – και όχι για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα – επιτρέπεται κατά το άρθρο 19 παρ.1 Συντ. να γίνει από τη δικαιοσύνη και όχι από την ΕΥΠ με απλή έγκριση εισαγγελέα. Πρόκειται για δυσμενές μέτρο που σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ ( κριτήρια Engel) έχει ποινικό χαρακτήρα. Ισχύει συνεπώς το άρθρο 62 Συντ. με τις εγγυήσεις και τις εξαιρέσεις του.
Επιπλέον ισχύει το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 που προστατεύει τις πληροφορίες που παίρνει και δίνει ο βουλευτής.
Τα άρθρα 61 και 62 Συντ. δεν θεσπίζουν προσωπικά προνόμια του βουλευτή και ευρωβουλευτή (του πρωθυπουργού, του υπουργού) αλλά θεσμική εγγύηση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος. Συναφής είναι η διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 εδ. β΄ για τον ΠτΔ.
Αλλιώς τι νόημα έχει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της ΕΥΠ μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, αν η ΕΥΠ μπορεί να παρακολουθεί τα μέλη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας; Ή μήπως μπορεί τώρα η ΕΥΠ να παρακολουθεί και τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που θα συγκροτηθεί για να ελέγχει τυχόν διαρροές από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις που μπορεί να θιγούν την εθνική ασφάλεια;»
Και καταλήγει: «Παρακαλώ συνεπώς τον κ. Μητσοτάκη αν δεν θέλει να σέβεται τις πολιτικές μου απόψεις πάντως να προσέχει και να λαμβάνει υπόψη του τις νομικές μου απόψεις. Θα μπορούσε να τον βοηθήσει αυτό στην αντιμετώπιση της κρίσης του συγκεντρωτικού και μονοπρόσωπου μοντέλου εξουσίας».