Ένας βομβαρδισμός από τουρκικό drone εναντίον μιας κοινής βάσης κουρδικών δυνάμεων και του διεθνούς αντιτζιχαντιστικού συνασπισμού στη βορειοανατολική Συρία έθεσε σε κίνδυνο Αμερικανούς στρατιώτες.
Αυτό ανέφερε σήμερα το μεικτό διοικητήριο των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων που είναι αρμόδιο για τη Μέση Ανατολή, CENTCOM («κεντρική διοίκηση»).
Ο τουρκικός στρατός εξαπολύει από την Κυριακή αεροπορικές επιδρομές εναντίον Κούρδων μαχητών στη Συρία.
Χθες Τρίτη, ένα τουρκικό drone βομβάρδισε μια κοινή βάση των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF, όπου κυριαρχούν Κούρδοι μαχητές) και του διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, σκοτώνοντας δύο Κούρδους μαχητές.
Η CENTCOM είχε αρχικά ισχυριστεί ότι οι δυνάμεις της «δεν κινδύνευσαν» από αυτή την επιδρομή αυτή, διευκρινίζοντας ότι «τα πλησιέστερα πλήγματα έγιναν τουλάχιστον 20 έως 30 χλμ» μακριά από την περιοχή όπου βρίσκονταν Αμερικανοί στρατιώτες.
Ωστόσο, σε ένα email που έστειλε σήμερα στο Γαλλικό Πρακτορείο, η CENTCOM τόνισε ότι «έλαβε πρόσθετες πληροφορίες ότι οι δυνάμεις και το προσωπικό της κινδύνευσαν».
Με στήριξη από τον διεθνή συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, οι SDF πρωτοστάτησαν στον πόλεμο ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) που εκδιώχθηκε από τα προπύργια του στη Συρία το 2019.
Εκατοντάδες στρατιώτες από τον διεθνή συνασπισμό, συμπεριλαμβανομένων Αμερικανών, εξακολουθούν να αναπτύσσονται σε περιοχές που τελούν υπό τον έλεγχο των Κούρδων στη βόρεια Συρία, μια χώρα κατακερματισμένη από τον πόλεμο που μαίνεται από το 2011.
Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι πραγματοποιεί τις επιδρομές της σε αντίποινα για τη φονική επίθεση της 13ης Νοεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη, για την οποία η Άγκυρα κατηγορεί τους Κούρδους μαχητές των YPG και PKK που αρνούνται οποιαδήποτε εμπλοκή τους.
Η Τουρκία χαρακτηρίζει «τρομοκρατική» την πολιτοφυλακή YPG (Μονάδες Προστασίας του Λαού) που θεωρεί προέκταση των Κούρδων ανταρτών του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK).
Οι ΗΠΑ έχουν διατυπώσει την αντίθεσή τους «σε κάθε στρατιωτική ενέργεια που αποσταθεροποιεί την κατάσταση στη Συρία», σύμφωνα με δηλώσεις του Τζο Μπουτσίνο, εκπροσώπου της CENTCOM.