Ποιες θεραπείες χορηγούνται στους ασθενείς με μη-Hodgkin λέμφωμα για την αντιμετώπισή του. Με ποια κριτήρια καθορίζεται η θεραπεία σε κάθε ασθενή.
Σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια στην αντιμετώπιση των λεμφωμάτων, με εξελιγμένες ανοσοθεραπείες και κυτταρικές θεραπείες να δίνουν ελπίδες ακόμα και σε ασθενείς με ανθεκτική νόσο. Το λέμφωμα είναι ένα είδος καρκίνου του λεμφικού συστήματος – ενός δικτύου αγγείων και αδένων που αποτελεί τμήμα του ανοσοποιητικού συστήματος.
Η νόσος εκδηλώνεται όταν κύτταρα του λεμφικού συστήματος αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, δημιουργώντας όγκους μέσα στους λεμφαδένες.
Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες λεμφωμάτων, τα Hodgkin και τα μη-Hodgkin (ή non-Hodgkin). Και οι δύο είναι σε μεγάλο βαθμό ιάσιμες.
Όπως εξηγεί η αιματολόγος δρ Άννα Χριστοφορίδου, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, μετεκπαιδευθείσα στο φημισμένο Κέντρο Καρκίνου MD Anderson, στο Χιούστον του Τέξας, τα μη-Hodgkin λεμφώματα είναι τα συχνότερα. Συμπεριλαμβάνουν περισσότερες από 60 υποκατηγορίες, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και θεραπεία η κάθε μία.
Διάγνωση και αντιμετώπιση
Προληπτικές εξετάσεις για πρώιμη διάγνωση του μη-Hodgkin λεμφώματος δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό τον λόγο «όποιος παρατηρεί συμπτώματα όπως επίμονους λεμφαδένες στον τράχηλο, κόπωση, απώλεια βάρους, πρέπει να απευθύνεται χωρίς καθυστέρηση στον παθολόγο του και πιθανώς να υποβληθεί σε εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο», τονίζει η δρ Χριστοφορίδου.
Η έγκαιρη διάγνωση είναι σημαντική. Τα περισσότερα λεμφώματα αρχίζουν ως εντοπισμένη νόσος που αντιμετωπίζεται καλύτερα. Αν, όμως, αφεθούν για καιρό χωρίς θεραπεία, εξαπλώνονται – καμιά φορά και εκτός λεμφικού συστήματος.
Όσον αφορά τη θεραπεία τους, την τελευταία 15ετία έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στην θεραπευτική αντιμετώπισή τους, η οποία έχει βελτιώσει σημαντικά την πρόγνωση των ασθενών. Μάλιστα η βελτίωση είναι τόσο σημαντική, ώστε θεωρείται μία από τις σημαντικότερες των τελευταίων δεκαετιών στην Ογκολογία.
Η θεραπεία που προτείνεται σε κάθε ασθενή εξαρτάται:
- Από τον τύπο και το στάδιο του λεμφώματος
- Από την γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς
- Από την ηλικία του ασθενούς
«Οι κύριοι τύποι θεραπείας είναι η χημειοθεραπεία, η ανοσοθεραπεία, η στοχευμένη θεραπεία και η ακτινοθεραπεία. Μερικές φορές χρησιμοποιείται αυτόλογη μεταμόσχευση μυελού των οστών ή άλλου είδους κυτταρική θεραπεία (όπως τα CAR T-cells), κυρίως σε περίπτωση υποτροπής της νόσου», εξηγεί η ιατρός.
Οι φαρμακευτικές θεραπείες
Η χημειοθεραπεία έχει εξελιχθεί πολύ. Τα τελευταία χρόνια πολλά νέα φάρμακα έχουν δοκιμαστεί σε κλινικές μελέτες και κάποια από αυτά, όπως η μπενταμουστίνη, χρησιμοποιούνται ήδη με μεγάλη επιτυχία.
Συνήθως η χημειοθεραπεία για το μη-Hodgkin λέμφωμα συνδυάζεται με ανοσοθεραπεία (ανοσο-χημειοθεραπεία). Η ανοσοθεραπεία συνίσταται σε μονοκλωνικά αντισώματα, που στοχεύουν σε αντιγόνα των λεμφοκυττάρων του όγκου. «Η ιατρική έρευνα μας έχει δώσει και καινούργιους παράγοντες, όπως τα συζευγμενα αντισώματα στα οποία ένα φάρμακο-ανοσοτοξίνη προσδένεται στο μόριο του μονοκλωνικου αντισώματος, καθώς και τα αντισώματα διπλής ειδικότητας που ενεργοποιούν τα Τ λεμφοκύτταρα του οργανισμού έναντι των Β κυττάρων του λεμφώματος», εξηγεί η δρ Χριστοφορίδου.
Μία άλλη θεραπευτική επιλογή είναι η στοχευμένη θεραπεία, που χρησιμοποιείται κυρίως στα λεμφώματα χαμηλής κακοήθειας. Χρησιμοποιούνται φάρμακα, όπως τα ibrutinib, acalabrutinib, idelalisib, venetoclax και lenalidomide. Αυτά δεν είναι χημειοθεραπευτικά, αλλά στοχεύουν σε ειδικά μοριακά μονοπάτια. Στο στάδιο της ανάπτυξης βρίσκονται και άλλα.
Μεταμοσχεύσεις και κυτταρική θεραπεία
Η μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων (stem cells) συνίσταται στη χρήση των ίδιων των αρχέγονων κυττάρων του ασθενούς, σε μία προσπάθεια να εξαλειφθούν πλήρως τα καρκινικά κύτταρα μετά από μεγαθεραπεία.
Γίνονται προσπάθειες να βελτιωθούν οι μεταμοσχεύσεις με τεχνικές κάθαρσης του μοσχεύματος, ώστε να μην περιέχει κύτταρα από το μη-Hodgkin λέμφωμα. Η αλλογενής μεταμόσχευση (δηλαδή από δότη) εφαρμόζεται σπανίως και μόνο σε υποτροπή μετά από αυτόλογη μεταμόσχευση.
Όσον αφορά την κυτταρική θεραπεία CAR T-cell, κατ’ αυτήν αφαιρούνται από το αίμα του ασθενούς ορισμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού (ονομάζονται Τ λεμφοκύτταρα). Τα κύτταρα αυτά τροποποιούνται γενετικά στο εργαστήριο, ώστε να εκφράζουν συγκεκριμένους υποδοχείς (ονομάζονται χιμαιρικοί υποδοχείς αντιγόνου ή CARs) στην επιφάνειά τους. Στη συνέχεια, τα τροποποιημένα κύτταρα εγχέονται πίσω στο αίμα του ασθενούς.
Οι χιμαιρικοί υποδοχείς προσκολλώνται σε πρωτεΐνες, που βρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων του λεμφώματος μη-Hodgkin. Αυτό έχει ως συνέπεια να ενεργοποιούν την ανοσολογική αντίδραση στον ασθενή. Υπάρχουν ήδη ενθαρρυντικά αποτελέσματα έναντι ορισμένων λεμφωμάτων που δύσκολα αντιμετωπίζονται.
Πότε καθυστερεί η θεραπεία ή χρειάζεται επέμβαση
«Η χειρουργική εκτομή δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση των λεμφωμάτων μη-Hodgkin. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις επιπλοκών, όπως η απόφραξη του εντέρου από μία μάζα. Οι περιπτώσεις αυτές, όμως, είναι πολύ σπάνιες», αναφέρει η δρ Χριστοφορίδου.
Υπάρχουν επίσης ορισμένες περιπτώσεις περιορισμένων, χαμηλής κακοήθειας λεμφωμάτων, στα οποία η θεραπεία δεν αρχίζει αμέσως. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ασθενής παρακολουθείται και η θεραπεία χορηγείται κάποια στιγμή στο μέλλον, με βάση ορισμένα κριτήρια.
Και κατ’ οίκον θεραπεία
Οι θεραπείες για το μη-Hodgkin λέμφωμα χορηγούνται σε κύκλους (συνήθως έξι ή περισσότερους). Επειδή, όμως, τα φάρμακα μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες, λαμβάνονται μέτρα για τον περιορισμό τουςστο ελάχιστο.
Αν, λ.χ., ο ασθενής έχει ναυτία, θα του χορηγηθούν αντιεμετικά φάρμακα. Αν έχει αναιμία ή μείωση των λευκών αιμοσφαιρίων του, θα του χορηγηθούν αυξητικοί παράγοντες. Μπορεί ακόμα να χρειαστεί φάρμακα για να αποτραπεί η αύξηση του ουρικού οξέος, αντισταμινικά για την πρόληψη μιας αλλεργίας ή και αντιπηκτικά.
Για την εκτέλεση των φαρμακευτικών θεραπειών συνήθως δεν απαιτείται εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο. Οι περισσότερες εφαρμόζονται στα Τμήματα Βραχείας Νοσηλείας/Χημειοθεραπείας των νοσοκομείων. Ωστόσο ορισμένες νεότερες, βιολογικές θεραπείες συμπεριλαμβάνουν μόνο φάρμακα που λαμβάνονται από το στόμα και όχι ενδοφλεβίως. Έτσι, η θεραπεία γίνεται κατ’ οίκον με συχνή παρακολούθηση.
«Εκείνο που πρέπει οι ασθενείς να έχουν κατά νου είναι ότι, αν παρατηρήσουν κάποιο νέο σύμπτωμα, το οποίο δεν προϋπήρχε, πρέπει να ενημερώσουν αμέσως τον γιατρό τους», τονίζει η δρ Χριστοφορίδου. «Το ίδιο πρέπει να κάνουν και μετά το πέρας της θεραπείας, εάν επανεμφανιστούν τα αρχικά συμπτώματα ή παρουσιάσουν διόγκωση σε νέους λεμφαδένες. Και αυτό διότι υπάρχει κίνδυνος να υποτροπιάσει το μη-Hodgkin λέμφωμα».