Η ώρα της ετυμηγορίας για την ελληνική οικονομία έφτασε, καθώς σήμερα το βράδυ ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s θα ανακοινώσει την βαθμολογία της με τις πιθανότητες πάντως να μην συνηγορούν με το ενδεχόμενο να δοθεί η επενδυτική αξιολόγηση στην Ελλάδα πριν από τις εκλογές.
Την ίδια στιγμή, εκτός από τις εκτιμήσεις του Standard & Poor’s, αναμένεταθ σήμερα η ανακοίνωση της Eurostat για το έλλειμμα και το χρέος του 2022, με τις προβλέψεις για την Ελλάδα να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες. Μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, από τις ελάχιστες φορές στα χρόνια της θητείας του στο υπουργείο, εμφανίζεται περισσότερο αισιόδοξος από τους διεθνείς οργανισμούς, αφού προβλέπει μηδενικό πρωτογενές αποτέλεσμα, έναντι αρχικής εκτίμησης για έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ.
Όλα συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι αυτό θα συμβεί αμέσως μετά τις εκλογές και αφού έχει συγκροτηθεί κυβέρνηση. Ο φόβος των ξένων οίκων και των διεθνών επενδυτών δεν είναι άλλος από την αδυναμία συγκρότησης κυβέρνησης. Δεν φοβούνται δηλαδή την εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία, όπως συνέβαινε στο πρόσφατο παρελθόν αλλά την παρατεταμένη αβεβαιότητα.
Οπότε κατά συνέπεια οι όποιες προσδοκίες για αναβάθμιση και απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τοποθετούνται για το Φθινόπωρο και υπό την αίρεση ότι δεν θα έχουν μεσολαβήσει δυσάρεστες εκπλήξεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε τοποθέτησή του, για το αν η Ελλάδα θα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα πριν τις εκλογές δήλωσε ότι κατά την δική του κρίση, αυτό θα συμβεί μετά και αφού έχει προηγηθεί ο σχηματισμός ισχυρής κυβέρνησης.
Ανάλογη εκτίμηση υπάρχει και στο οικονομικό επιτελείο, αφού θεωρούν ότι κανένας οίκος αξιολόγησης δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση, πριν την λαϊκή ετυμηγορία.
Άλλωστε προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και τα δύο πρόσφατα report από την JP Morgan και την Societe Generale.
Η JP Morgan, αναφερόμενη στην Ελλάδα και στην επικείμενη αξιολόγηση από την S7P ανέφερε ότι, αναμένεται να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα προς τα τέλη του 2023 ή στις αρχές του 2024, κάτι που μεταφράζεται ότι δίνει πολύ χαμηλές πιθανότητες οποιασδήποτε μεταβολής της τρέχουσας αξιολόγησης.
Επίσης και η Societe Generale κινείται σε ανάλογο μήκος κύματος καθώς θεωρεί πιο πιθανό ένα χρονοδιάγραμμα αναβάθμισης της Ελλάδας από το τέταρτο τρίμηνο του 2023 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2024, δηλαδή ένα χρόνο περίπου μετά την τελευταία αναβάθμιση αξιολόγησης και σε ευθυγράμμιση με τον μέσο ρυθμό των S&P και Fitch από το 2015. Επιπλέον, ενώ οι εθνικές εκλογές που ξεκινούν τον Μάιο είναι απίθανο να αντιστρέψουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η αβεβαιότητα θα μπορούσε να εμποδίσει τους οίκους αξιολόγησης να κινηθούν τάχιστα.
Η διαφοροποίηση από την JP Morgan έγκειται στο ότι θεωρεί πως η προσεχής αξιολόγηση της S&P (σήμερα) και η αξιολόγηση του Ιουνίου από τη Fitch θα οδηγήσουν, το πιθανότερο, σε αναβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδας σε θετικές (αν και όχι σε μια πλήρη αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου ή καμία αλλαγή).
Να σημειώσουμε πάντως ότι αρκεί η αναβάθμιση με μία μόλις βαθμίδα ώστε να λάβει η χώρα επενδυτική βαθμολογία. Επίσης να σημειώσουμε ότι αρκεί και ένας από τους τέσσερις οίκους να δώσει την πολυπόθητη βαθμολογία και η Ελλάδα θα αλλάξει επίπεδο.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, μόλις το πράξει ο πρώτος θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι.
Τέλος η Goldman Sachs σε ανάλυσή της που είχε δημοσιευθεί προς το τέλος Μαρτίου, θεωρεί ότι είναι πιθανό το σενάριο να ανακτήσει η ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα στις 21 Απριλίου, κατά την αξιολόγηση της S&P, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται και επισήμως σε προεκλογική περίοδο.