Μετά τη χαρά που φέρνει η ανακοίνωση του γυναικολόγου σε μία γυναίκα ότι είναι έγκυος, ακολουθεί σε ορισμένες περιπτώσεις το δυσάρεστο γεγονός της αποβολής, με αποτέλεσμα η πρόωρη αυτή διακοπή της κύησης να προκαλεί ποικίλα αρνητικά συναισθήματα.
Πλήθος ερωτημάτων σχετικά με τα αίτια που οδήγησαν στην αποβολή, ειδικά όταν αυτή αφορά περισσότερες από μία διαδοχικές προσπάθειες απόκτησης παιδιών, συνοδεύουν τη λύπη και το συναίσθημα της αποτυχίας. Πολλές μάλιστα φορές η γυναίκα κατηγορεί τον εαυτό της για το συμβάν, θεωρώντας ότι θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι για να το αποτρέψει.
Στατιστικά στοιχεία του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA), το 12% έως 15% όλων των κλινικά τεκμηριωμένων κυήσεων καταλήγει σε αποβολή. Παράλληλα, τουλάχιστον το 30-60% όλων των συλλήψεων θα τερματιστούν εντός των πρώτων 12 εβδομάδων της κυοφορίας.
Μάλιστα στο 50% των περιπτώσεων, η γυναίκα δεν έχει προλάβει καν να συνειδητοποιήσει ότι είναι έγκυος. Σημειώνεται ότι ο κίνδυνος αποβολής αυξάνεται με τον αριθμό των προηγούμενων διακοπών κύησης, αλλά συνήθως είναι μικρότερος από 50%.
«Ως “αποβολή” επιστημονικώς ορίζεται η απώλεια ενός εμβρύου πριν από τις 24 εβδομάδες της κύησης. Η πιο συχνή περίοδος όπου πάει κάτι στραβά σε μια εγκυμοσύνη είναι στις πρώτες ημέρες και εβδομάδες μετά από τη σύλληψη. Πολλές πρόωρες αποβολές δεν ανιχνεύονται καν. Εάν μάλιστα η περίοδός σας έρχεται όπως πάντα, δεν μπορείτε ποτέ να υποψιαστείτε ότι είστε έγκυες.
Αυτό όμως που θα πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι οι περισσότερες γυναίκες που έχουν μια αποβολή, την επόμενη φορά έχουν μια κανονική, υγιή εγκυμοσύνη», επισημαίνει ο δρ Χάρης Χηνιάδης, Γυναικολόγος Αναπαραγωγής, ιδρυτικό μέλος και στέλεχος της ΥΓΕΙΑ IVF Εμβρυογένεσις, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου Μητέρα και συνιδρυτής του Μη Κερδοσκοπικού Σωματείου Υποβοήθησης της Αναπαραγωγής Be-Live.
«Είναι γεγονός» προσθέτει, «ότι σήμερα, παρά την πρόοδο της Ιατρικής, η αποβολή δεν είναι πάντα πλήρως κατανοητή και για ένα μικρό ποσοστό περιπτώσεων δεν υπάρχει ξεκάθαρη εξήγηση.
Πάντως διαχρονικά έχουν εντοπιστεί κάποια αίτια με αυξημένη συχνότητα όπως:
• Χρωμοσωμικές ανωμαλίες του εμβρύου
• Ανωμαλίες της μήτρας, όπως ινομυώματα, διαφράγματα ενδομητρίου, πολύποδες
• Λοιμώξεις
• Αυτοάνοσα προβλήματα
• Θρομβοφιλία
• Ανεπάρκεια τραχήλου, όταν δηλαδή ο τράχηλος αρχίζει να ανοίγει και οι συσπάσεις της μήτρας ωθούν το μωρό έξω πάρα πολύ σύντομα, συχνά πριν από τις 20 εβδομάδες
• Έκτοπη κύηση, όταν δηλαδή το έμβρυο αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα, συνήθως στη σάλπιγγα.
Οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες ευθύνονται για περισσότερο από 90% των αποβολών. Ειδικά σε μητέρες μεγάλης ηλικίας (μεγαλύτερες των 40 ετών) όπου τα ωάρια έχουν μεγάλη πιθανότητα κακής αντιγραφής του γενετικού υλικού κατά τη διαίρεσή τους, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει σημαντικά.
Ανωμαλίες της μήτρας (όπως, ινομυώματα, διαφράγματα ενδομητρίου, πολύποδες) τις περισσότερες φορές ανιχνεύονται πριν τη σύλληψη, στο ετήσιο υπερηχογράφημα με τον γυναικολόγο. Στην περίπτωση που μια ανωμαλία παίζει ρόλο στην σωστή εμφύτευση και ανάπτυξη του εμβρύου τότε θεραπεύεται χειρουργικά, τις περισσότερες φορές με υστεροσκόπηση ή λαπαροσκόπηση.
Λοιμώξεις της μητέρας (π.χ. μυκόπλασμα) παίζουν σημαντικό ρόλο και γι΄ αυτό πρέπει να αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
Αυτοάνοσα νοσήματα και η θρομβοφιλία ευθύνονται για ένα μικρό ποσοστό των αποβολών και φαίνεται ότι παίζουν σημαντικότερο ρόλο στις επαναλαμβανόμενες αποβολές (περισσότερες από 2 ή 3 συνεχόμενες).
Σπάνια η ανεπάρκεια του τραχήλου ευθύνεται για αποβολές μέχρι την 24η εβδομάδα της κύησης. Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια σε προηγούμενες επεμβάσεις στον τράχηλο (κρυοπηξία, laser, LLETZ, κωνοειδής εκτομή), οι οποίες μικραίνουν ανεπανόρθωτα το μήκος του. Αντιμετωπίζεται συνήθως με την προληπτική τοποθέτηση τραχηλικού ράμματος-περίδεση τραχήλου.
Η έκτοπη τώρα κύηση δεν είναι αυτή καθαυτή αποβολή, αλλά δυστυχώς με τη διάγνωσή της ακολουθεί συνήθως και η θεραπεία της που κατά κανόνα οδηγεί στο σταμάτημα της ανάπτυξης του εμβρύου».
Ο κ. Χηνιάδης τονίζει ότι ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στις περιπτώσεις των γυναικών με ιστορικό επαναλαμβανόμενων αποβολών, δηλαδή όταν μια γυναίκα έχει αποβάλλει δύο ή και περισσότερες φορές.
«Στις περιπτώσεις αυτές», σημειώνει, «σωστό είναι να γίνεται ένας έλεγχος που περιλαμβάνει μια σειρά εξετάσεων, η οποία αποσκοπεί στο να αποδείξει αν η μητέρα χρειάζεται μια φαρμακευτική θεραπεία, που θα βελτιώσει τις πιθανότητές της να προχωρήσει η εγκυμοσύνη φυσιολογικά. Στη συνέχεια προχωρούμε σε λήψη αναλυτικού ιστορικού, ενδελεχή κλινική εξέταση, πλήρη υπερηχογραφικό έλεγχο, υστεροσκόπηση, χρωμοσωμικό έλεγχο και των δύο γονέων, ορμονικό και αιματολογικό έλεγχο και έλεγχο για πιθανά ανοσολογικά προβλήματα της μητέρας.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η ασθενής να εμπλακεί σε ένα κυκεώνα εξετάσεων λόγω π.χ. ασυμβατότητας του σώματός της με το σπέρμα του συζύγου και άλλα συναφή, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε εφαρμογή “εμβολιασμών” με “λεμφοκύτταρα” και άλλες ουσίες. “Θεραπείες” αυτού του είδους δεν έχουν καμία πιστοποίηση ή έλεγχο και έχουν απαγορευτεί τόσο από το Βρετανικό (RCOG) όσο και από το Αμερικανικό (ACOG) Κολέγιο Μαιευτικής και Γυναικολογίας.
Η εφαρμογή τους έχει αυξημένη πιθανότητα πολύ σοβαρών επιπλοκών στην υγεία των μητέρων και πρέπει να γίνεται μόνο στα πλαίσια ερευνητικών προγραμμάτων και μετά από ενημέρωση των ασθενών για τις επιπλοκές αυτές.
Οι γυναίκες είναι σημαντικό να ελέγχουν τη θεραπεία που τους προτείνεται και σε περίπτωση αμφιβολίας να ζητούν και δεύτερη γνώμη από ειδικό. Στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι η μητέρα πάσχει από αυτοάνοσο νόσημα, όπως για παράδειγμα το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο, η θεραπεία που πρέπει να εφαρμοστεί αυξάνει την πιθανότητα επιτυχίας κατά 40% περίπου στην επόμενη εγκυμοσύνη».
«Η αποβολή είναι σχεδόν πάντα κάτι που είναι πέρα από τον έλεγχό σας και μην κατηγορείτε τον εαυτό σας για κάτι που δεν θα μπορούσατε να αποτρέψετε. Εσείς και ο σύντροφος σας θα χρειαστείτε κατανόηση, συμπόνια και υποστήριξη. Συζητήστε με το γιατρό σας τους πιθανούς λόγους της αποβολής και ρωτήστε τι πρέπει να κάνετε για να μείνετε πάλι έγκυος» καταλήγει ο κ. Χηνιάδης.