Τρίτη, 26 Νοε.
13oC Αθήνα

Πετρέλαιο: Φόβοι ότι η τιμή του θα εκτοξεύσει τον πληθωρισμό – Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών

Πετρέλαιο: Φόβοι ότι η τιμή του θα εκτοξεύσει τον πληθωρισμό – Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών

Σε εξαιρετικά περίπλοκους ατραπούς εισέρχεται η παγκόσμια οικονομία, με τον φάντασμα του πληθωρισμού να υποχωρεί μεν αλλά να μην φεύγει από το προσκήνιο και να συνεχίζει να αποτελεί αυτή την στιγμή το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα.

Οι κεντρικές τράπεζες επιμένουν στην πολιτική των υψηλών επιτοκίων και δηλώνουν πως αυτό δεν θα αλλάξει έως ότου τιθασευτεί το τέρας του πληθωρισμού. Για την ώρα υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως ο «πόλεμος» αυτός μπορεί να κερδηθεί στο άμεσο μέλλον, αλλά την ίδια ώρα υπάρχουν και αντενδείξεις ότι μπορεί να αναζωπυρωθεί και πάλι.

Αυτές έχουν να κάνουν με την σύρραξη στην Μ. Ανατολή και τις πιθανές παρενέργειες στην τιμή του πετρελαίου. Μέχρι αυτή την ώρα πέρα από μία ανοδική αντίδραση, περισσότερο ενστικτώδης, στην τιμή του Brent δεν υπάρχει κάτι άλλο άξιο λόγο. Τρίτη και Τετάρτη οι αγορές ισορρόπησαν και μετρίασαν σημαντικά τα κέρδη της πρώτης ημέρας.

Όμως όλοι γνωρίζουν πως είναι πολυτέλεια στην παρούσα συγκυρία να υπάρξει εφησυχασμός. Η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να είναι εξαρτημένη σε σημαντικό βαθμό από το πετρέλαιο. Όχι στον βαθμό που ήταν στην κρίση του 1973, αλλά σε βαθμό που μπορεί να πυροδοτήσει νέες πληθωριστικές πιέσεις. Μάλιστα η κατανάλωση δείχνει να ξεπερνάει αυτή του 2019, που ήταν και η τελευταία χρονιά κανονικότητας, παρά τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις και υποσχέσεις ότι θα ξεκινήσει σταδιακή απεξάρτηση.

Στην περιοχή που έχει προκληθεί η ένταση εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα, Ιράν, Σαουδική Αραβία και μία πιθανή εμπλοκή μπορεί να προκαλέσει ενεργειακό σοκ. Εάν οι πολεμικές συγκρούσεις διευρυνθούν, ένα μεγάλο μέρος των προμηθειών απειλείται να «εγκλωβιστεί» για άγνωστο χρονικό διάστημα. Αυτό θα οδηγούσε σε μείωση των προμηθειών και αδυναμία κάλυψης της παγκόσμιας ζήτησης, κάτι που θα είχε άμεσο αντίκτυπο στις τιμές.

Μια ενδεχόμενη εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου θα οδηγούσε σε αύξηση του πληθωρισμού και θα προκαλούσε δυσκινησία σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα με αλυσιδωτές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία. Και αυτό, επειδή, παρά τις φιλόδοξες πολιτικές για την πράσινη μετάβαση, ο κόσμος εξακολουθεί να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου.

Οι διεθνείς οργανισμοί διαφωνούν ως προς την χρονολογία όπου τελικά το πετρέλαιο θα φθάσει στην αιχμή της ζήτησης, με τον ΙΕΑ να την τοποθετεί γύρω στο 2030 και τον ΟΠΕΚ να θεωρεί ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 2045.

Το σίγουρο είναι ότι στην αρχή της χρονιάς, η ζήτηση είχε ξεπεράσει εκείνη που είχε καταγραφεί κατά την προ COVID εποχή, δηλαδή το 2019. Από τις αρχές του τρέχοντος έτους, οι νέες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της κυκλοφοριακής συμφόρησης σε πραγματικό χρόνο σε πολλές χώρες και των παγκόσμιων αεροπορικών ταξιδιών, υποδηλώνουν ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου ξεπέρασε την κορύφωση πριν από την πανδημία και η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου αυξήθηκε πάνω από 100 εκατ. βαρέλια ημερησίως κατά τους πρώτους μήνες του 2023.

Τα στατιστικά στοιχεία της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου αναθεωρούνται τακτικά και πιθανότατα, όπως εκτιμούν οι διεθνείς αναλυτές, καμία πρόβλεψη δεν θα είναι ακριβής πριν από το 2024 ή το 2025. Και αυτό γιατί οι παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψιν είναι ευμετάβλητοι ή δεν έχουν αξιολογηθεί πλήρως.

Την ίδια στιγμή υπέρ της διατήρησης της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής έως ότου ο πληθωρισμός υποχωρήσει δεσμεύτηκαν εκ νέου τα μέλη του συμβουλίου της Federal Reserve, σύμφωνα με το περιεχόμενο των πρακτικών της συνεδρίασης που διεξήχθη στις 19-20 Σεπτεμβρίου.

Αν και είναι σαφές πως υπήρχαν αντικρουόμενες απόψεις για την ανάγκη περαιτέρω σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, αν δηλαδή θα πρέπει να αυξηθούν κι άλλο τα επιτόκια, ωστόσο υπήρχε ομοφωνία ως προς ένα σημείο. Και αυτό δεν είναι άλλο από το ότι τα επιτόκια θα πρέπει να παραμείνουν ψηλά έως ότου το συμβούλιο πειστεί ότι ο πληθωρισμός έχει μπει σε σταθερά πτωτική πορεία προς την κατεύθυνση του ποσοστού-στόχου του 2%.

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις