Οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις ανά τον πλανήτη θα βρεθούν, όπως όλα δείχνουν, μπροστά σε ισχυρά διλήμματα το επόμενο χρονικό διάστημα, στην, απευκταία βέβαια, περίπτωση, αλλά δυστυχώς ιδιαίτερα πιθανή, να υπάρχει ανάφλεξη διαρκείας στη Μέση Ανατολή.
Στην Ευρώπη έχει ληφθεί η απόφαση να ισχύσουν από το 2024 αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες, ενώ οι κεντρικές τράπεζες επιμένουν στην πολιτική των υψηλών επιτοκίων ως «φάρμακο» για τον έλεγχο του πληθωρισμού. Ωστόσο οι εξελίξεις στην Μέση Ανατολή αλλάζουν τα δεδομένα και ίσως κριθεί αναγκαίο να αναθεωρήσουν την στάση τους.
Αναφορικά με τις κεντρικές τράπεζες, ίσως κριθεί αναγκαίο να προσαρμόσουν την πολιτική τους στα νέα δεδομένα, εκτός και αν αποφασίσουν κόντρα στην κοινή λογική να συνεχίσουν να εφαρμόζουν αταλάντευτα αυτό που ήδη έχουν αποφασίσει, δηλαδή υψηλά επιτόκια, έως ότου ο πληθωρισμός υποχωρήσει κάτω από το 2%.
Αξιωματούχοι διεθνών οργανισμών, παράγοντες της αγοράς συμφωνούν στην εκτίμηση ότι οι επόμενες εβδομάδες, αν όχι μήνες, θα είναι περίοδος έντονης αναταραχής σε παγκόσμιο επίπεδο, που θα επηρεάσει τις οικονομίες ολόκληρου του πλανήτη και θα φρενάρει την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα θα ενισχύσει τον πληθωρισμό. Αναλυτές προβλέπουν ότι η τιμή πετρελαίου μπορεί να φτάσει άμεσα στα 100 δολάρια το βαρέλι, ενώ σε περίπτωση γενικότερης ανάφλεξης στην περιοχή με την εμπλοκή του Ιράν, δεν αποκλείεται η τιμή να φτάσει ακόμη και τα 150 δολάρια το βαρέλι, όπως αναφέρει το Bloomberg Economics.
Από ένα τέτοιο ράλι δεν πρόκειται να μείνει εκτός και το φυσικό αέριο που την περασμένη εβδομάδα βρέθηκε να κερδίσει 45%. Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί εκτιμάται και η χονδρική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι επιπτώσεις ειδικά για την Ελλάδα, εκτιμάται ότι θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές σε όλες τις μορφές ενέργειας, φυσικό αέριο, χονδρική τιμή του ηλεκτρισμού, πετρέλαιο να κινούνται έντονα ανοδικά να και δώσει μία ακόμα ισχυρή ώθηση στον πληθωρισμό, αφού η χώρα εξαρτάται κατά 75% από εισαγόμενα καύσιμα.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι εκτιμήσεις από την επικεφαλής του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα που προειδοποίησε για ένα «νέο σύννεφο στον μη ηλιόλουστο ορίζοντα για την παγκόσμια οικονομία», ενώ και ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan, ο Jamie Dimon, χαρακτήρισε την περίοδο αυτή ως την «πιο επικίνδυνη εποχή που έχει δει ο κόσμος εδώ και δεκαετίες».
Οι ευρύτερες επιπτώσεις του πολέμου Ισραήλ – Χαμάς, και οι ακόμα χειρότερες αν ο πόλεμος επεκταθεί, προστίθενται πλέον στην υφέρπουσα ανησυχία για τις σταθερές αδυναμίες που παρουσιάζει η παγκόσμια οικονομία, με την επιδείνωση των μακροπρόθεσμων τάσεων ανάπτυξης, τα εμπόδια στο ελεύθερο εμπόριο που πολλαπλασιάζονται όσο επιδεινώνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις, το δημόσιο χρέος που αυξάνεται σε όλο τον κόσμο και τον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ μία αύξηση 10% στις τιμές του πετρελαίου θα αύξανε τον παγκόσμιο πληθωρισμό κατά περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες.
Ήδη, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρώπης έχουν αρχίσει να αναθεωρούν αρνητικά τις προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη το 2024, με τον Paschal Donohoe, τον επικεφαλής του Eurogroup, να διατυπώνει την ανησυχία του για το αντίκτυπο στον πληθωρισμό της Ευρώπης, από τη σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς και τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για τις τιμές το 2024. Ο ίδιος εκτιμά πάντως ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να αναπτύσσεται όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό, από αυτόν που ήλπιζε πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα.
Για την Ελλάδα, οι τιμές των καυσίμων και οι επιπτώσεις τους στον πληθωρισμό και ειδικά στις τιμές των τροφίμων είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα. Αν η σύρραξη γενικευτεί και αποκτήσει διάρκεια, τότε οδηγούμαστε σε μία αλλαγή του γεωπολιτικού σκηνικού και πολλά σχέδια μπορεί να ανατραπούν ή να οδηγηθούν σε αναμονή.
Στον αντίποδα όλων αυτών και σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Bloomberg μεταξύ οικονομολόγων η ΕΚΤ δεν πρόκειται να μειώσει τα επιτόκια μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2024, κάτι που καθιστά σαφές ότι το μήνυμα των κεντρικών τραπεζιτών για υψηλά επιτόκια επί μεγαλύτερο διάστημα, έχει αρχίσει να γίνεται κατανοητό από την αγορά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε προηγούμενη αντίστοιχη έρευνα του Bloomberg, οι συμμετέχοντες εξακολουθούσαν να προβλέπουν μείωση του κόστους δανεισμού τον Μάρτιο.