16 Νοεμβρίου 1876: «Αντίκρισα το πρόσωπο του Αγαμέμνονα». Ο Ερρίκος Σλήμαν, ο «τρελός» και τυχοδιώκτης αρχαιολόγος όπως τον αποκαλούν όλοι οι συνάδελφοι του τότε, στέλνει ένα κατεπείγον τηλεγράφημα στον βασιλιά Γεώργιο Α’.
Ο ιδιόρρυθμος αρχαιολόγος που έχει αφιερώσει όλη τη ζωή του ψάχνοντας τον Θησαυρό του Ατρέα, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του.
Και ο ίδιος συνεχίζει στο τηλεγράφημα: «Βρήκα εντός των τάφων μεγάλους θησαυρούς αρχαϊκών αντικειμένων εκ καθαρού χρυσού. Οι θησαυροί ούτοι αρκούν και μόνον να γεμίσουν ένα μεγάλο μουσείον, που θα είναι το αξιολογώτερον του κόσμου. Και το οποίον ανά τους αιώνας θα ελκύει εις Ελλάδαν χιλιάδας ξένους από όλας τας χώρας».
Και μπορεί το πρόσωπο που είχε αντικρίσει ο Ερρίκος Σλήμαν να μην άνηκε τελικά στον Αγαμέμνονα, αλλά σε έναν βασιλιά τον Μυκηνών που έζησε τριακόσια χρόνια πριν από εκείνον, όμως η ανακάλυψη του ήταν πραγματικά σπουδαία και ανεκτίμητη.
Η χρυσή μάσκα-προσωπείο που βρήκε ο Σλήμαν (τρεις μέρες πριν το τέλος της ανασκαφής!) παραμένει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ευρήματα παγκοσμίως σε αρχαιολογική ανασκαφή.
Μαζί της σε εκείνη την ανασκαφή, ο Σλήμαν έφερε στο φως και πλήθος άλλων χρυσών κοσμημάτων αλλά και καθημερινών αντικειμένων των ανθρώπων που έζησαν στο μυκηναϊκό βασίλειο. Στην πλειονότητα τους αυτά τα αντικείμενα βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Όπως όλοι γνωρίζουν, οι Μυκήνες είναι σήμερα ένας από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα.
Η προϊστορική ακρόπολη είναι χτισμένη πάνω σε έναν βραχώδη λόφο, ενώ όλη η περιοχή βρίσκεται στη σκιά των ψηλότερων κορυφών του όρους Εύβοια. Ήδη από την πρώτη εικόνα οι Μυκήνες προκαλούν δέος στον επισκέπτη.