Θεωρητικά η επιβράδυνση του πληθωρισμού τον Νοέμβριο σε ρυθμό 3% θα ήταν καλά νέα, εάν υπήρχε ουσιαστική αντανάκλαση και στην καθημερινή ζωή των νοικοκυριών, καθώς όχι μόνο οι πληθωριστικοί δείκτες αλλά και η πραγματικότητα αποδεικνύει το αντίθετο.
Η νέα άνοδος κατά 9% των τιμών στα τρόφιμα τον Νοέμβριο, σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, έστω και αν ο ρυθμός παρουσιάζει ήπια επιβράδυνση, έρχεται να προστεθεί σε ένα «τρελό» ράλι ακρίβειας που ταλανίζει τα ελληνικά νοικοκυριά πάνω από ενάμιση χρόνο, κατ’ ελάχιστον.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, τα επίπεδα τιμών διατροφής της Ελλάδας για όλο το 2022 ήταν ανώτερα από το μέσο όρο της ΕΕ, ενώ το 2022 σε σχέση με το προηγούμενο έτος σήμαινε μία αύξηση του ετήσιου μέσου ρυθμού μεταβολής στα τρόφιμα της τάξης των 10,4 μονάδων, δηλαδή σε 12 μονάδες από 1,6 το 2021.
Είναι χαρακτηριστικές οι μετρήσεις του εναρμονισμένου δείκτη της Eurostat όπου για τα τρόφιμα παρουσιάζεται πως η τελευταία μονοψήφια άνοδος των τιμών ήταν τον… Μάρτιο 2022 όταν και αυξήθηκαν κατά 8,5%, ενώ έκτοτε οι ανατιμήσεις είναι σταθερά διψήφιες.
Γίνεται πιο σπάνια η επαρκής και ποιοτική διατροφή
Οι σταθερά υψηλές και διαρκώς αυξανόμενες τιμές που πληρώνουν οι Έλληνες για την τροφή τους, έχουν ως αποτέλεσμα να καταγράφεται μία δυσάρεστη ανοδική τάση, στο ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν πως δεν είναι σε θέση να καλύψουν οικονομικά τις ανάγκες τους για ποιοτικό φαγητό.
Συγκεκριμένα, στο ερώτημα αν μπορούν να πληρώσουν ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή ένα χορτοφαγικό ισοδύναμο κάθε δεύτερη μέρα μεταξύ 2021 και 2022, αρνητικά απάντησε το 10%, θέτοντας μάλιστα την Ελλάδα στην 7η θέση μεταξύ των κρατών μελών. Σε ακόμα πιο δεινή θέση βρέθηκαν τα νοικοκυριά στην Ρουμανία (22,1%), Βουλγαρία (21,6%), Σλοβακία (15,8%), Ουγγαρία (13,9%), Γερμανία (11,4%), Λιθουανία (11%), με τον μέσο όρο της Ευρώπης των 27 να ανέρχεται σε 8,3%.
Στη Γαλλία, το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις ανωτέρω διατροφικές ανάγκες, αυξήθηκε κατά 3,2% μεταξύ 2021 και 2022, από 6,3% σε 9,5%, κάτι που συνιστά και την υψηλότερη απόλυτη αύξηση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Η Σλοβακία και η Ρουμανία κατέγραψαν τη δεύτερη και τρίτη υψηλότερη αύξηση, καθώς τα μερίδια των νοικοκυριών τους που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή ένα ισοδύναμο χορτοφαγικό κάθε δεύτερη μέρα αυξήθηκαν κατά 3,1 και 2,9 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα.
Αξίζει να σημειωθεί, πως τα στοιχεία από την έρευνα της Eurostat αφορούν στα έτη 2021 και 2022 χωρίς απεικόνιση της κατάστασης μέσα στο 2023, όπου οι τιμές συνέχισαν να παίρνουν την ανιούσα σε τρομακτικό βαθμό, ενώ υπήρξε ευρύτερη σύσφιξη των οικονομικών συνθηκών, με υπόβαθρο και την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής.
Σημαντική διαφοροποίηση παρατηρείται και μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ όσον αφορά το ποσοστό των δαπανών των νοικοκυριών που χρησιμοποιούνται για υπηρεσίες τροφίμων (αγορά ειδών διατροφής, εστίαση, catering κλπ.). Η Ελλάδα, με στοιχεία 2021, βρίσκεται στη δεύτερη θέση (29,5 %), μετά από τη Ρουμανία (30%).
Τα χαμηλότερα ποσοστά το 2021 καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο (16,3 %) και στη Γερμανία (16,4 %).
Επιπλέον, η Ελλάδα και η Ιταλία ήταν τα μόνα κράτη μέλη όπου δαπανήθηκαν περισσότερα για μη αλκοολούχα ποτά παρά για αλκοολούχα ποτά. Το 2021, η Γερμανία είχε μερίδιο 18,1% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών της ΕΕ για υπηρεσίες food & beverage και εστίασης. Η Γαλλία (16,9%), η Ιταλία (15,2%) και η Ισπανία (11,8%) ήταν τα μόνα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που κατέγραψαν διψήφια ποσοστά στο σύνολο της ΕΕ. Ακολούθησε, σε κάποια απόσταση, η Πολωνία (5,3%).