Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι γεγονός, στο παρά πέντε της εκπνοής της διορίας για επαναφορά του παλαιού Συμφώνου Σταθερότητας, με ικανοποίηση να εκφράζεται από όλες τις πλευρές των διαπραγματευτών.
Πιο ρεαλιστικούς και πιο αποτελεσματικούς χαρακτηρίζει τους νέους κανόνες του νέου Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ καθώς «συνδυάζουν σαφή στοιχεία για χαμηλότερα ελλείμματα και μειωμένους δείκτες χρέους με κίνητρα για επενδύσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», προσθέτοντας ότι θα ενισχύσει τη σταθερότητα της Ένωσης.
Πράγματι, πολλές αμοιβαίες παραχωρήσεις χρειάστηκε να γίνουν για να έχει η Ευρώπη το νέο δημοσιονομικό της πλαίσιο. Ενώ η Γερμανία «έκανε πίσω» δεχόμενη μεγαλύτερη ευελιξία για την δημοσιονομική προσαρμογή, κατάφερε να κάνει απαιτητές εξασφαλίσεις για την κοινή μείωση του χρέους και τη δημιουργία «μαξιλαριών» ασφαλείας για την απορρόφηση μελλοντικών κλυδωνισμών.
Η συμφωνία δεν θα έχει αντίκτυπο στη δημοσιονομική πολιτική των μελών της ΕΕ το 2024, επειδή οι εθνικοί προϋπολογισμοί για το επόμενο έτος έχουν ήδη αποφασιστεί με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που συμφωνήθηκαν νωρίτερα το 2023.
Ενώ με το νέο σύμφωνο διατηρούνται τα ονομαστικά όρια 3% του ΑΕΠ για τα ετήσια κρατικά ελλείμματα και 60% του ΑΕΠ για το συνολικό δημόσιο χρέος, έχουν εισαχθεί μια σειρά από αλλαγές:
Tα κράτη μέλη με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ πρέπει να το περιορίσουν κατά 1% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής ενώ οι χώρες με χρέος μεταξύ 60% και 90% θα πρέπει να το μειώσουν κατά 0,5%
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα δημοσιονομικό buffer 1,5% του ΑΕΠ κάτω από το όριο του 3% και για τη δημιουργία αυτού του αποθέματος, η ετήσια προσαρμογή θα πρέπει να είναι 0,4% του ΑΕΠ, το οποίο θα μπορούσε να μειωθεί στο 0,25% του ΑΕΠ σε περίπτωση παράτασης της περιόδου προσαρμογής.
Οι εθνικές οικονομίες θα μπορούν να αποκλίνουν από την πορεία των καθαρών δαπανών κατά 0,3% του ΑΕΠ ετησίως και 0,6% του ΑΕΠ σωρευτικά κατά την περίοδο επιτήρησης, το λεγόμενο και «διορθωτικό σκέλος».
Τα κράτη μέλη θα μπορούν να επεκτείνουν την περίοδο προσαρμογής από τέσσερα χρόνια σε επτά χρησιμοποιώντας επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στα σχέδιά τους για την ανάκαμψη από την πανδημία.
Τα κράτη μέλη που παραβιάζουν τους κανόνες για το έλλειμμα που πρέπει να καταβάλλουν ετήσια δημοσιονομική προσπάθεια μισής μονάδας του ΑΕΠ, οι αυξημένες πληρωμές τόκων θα εξαιρεθούν από τον υπολογισμό το 2025-27.
Εντούτοις οι εργασίες για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο δεν έχουν ολοκληρωθεί. Απομένει η επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων τον Ιανουάριο , σε τριμερή βάση, μεταξύ του Συμβουλίου της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Κομισιόν.
«Ελληνική επιτυχία οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες»
Την ικανοποίηση της για το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων εξέφρασε και η Αθήνα με το ΥΠΕΘΟ να εκδίδει ανακοίνωση χαρακτηρίζοντας την καταρχήν συμφωνία ως επιτυχία.
Η ωφέλεια της ελληνικής οικονομίας από τους νέους κανόνες έγκειται στο γεγονός ότι με το υπάρχον πλαίσιο κάθε κράτος-μέλος με χρέος που υπερβαίνει το όριο του 60% του ΑΕΠ πρέπει να το μειώνει ετησίως κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού, κάτι που σημαίνει για την Ελλάδα ετήσια μείωση χρέους 4,5%-5% στα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, με τους νέους κανόνες από την Ελλάδα θα απαιτείται ετήσια μέση μείωση του χρέους κατά 1%, την στιγμή που τα τελευταία τρία χρόνια η χώρα μειώνει το λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά περισσότερες από δέκα μονάδες ετησίως.
Επιπλέον δύο είναι τα «ειδικά» σημεία στα οποία η ελληνική πλευρά αισθάνεται δικαιωμένη:
Αφενός, εξασφαλίζεται πως η ενσωμάτωση των τόκων επίσημων δανείων στο δημόσιο χρέος, η οποία είναι προγραμματισμένη για το 2033, δεν θα ληφθεί υπόψη στους υπολογισμούς εξέλιξης του ελληνικού δημοσίου χρέους όσον αφορά την εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων. Το συγκεκριμένο αφορά άμεσα την Ελλάδα, διότι το 2032 λήγει η περίοδος χάριτος της Ελλάδας για τους αναβαλλόμενους τόκους δανείων από την εποχή των μνημονίων, και αν δεν το προέβλεπε η συμφωνία, η χώρα θα έπρεπε να επιβαρυνθεί με αυτά τα ποσά στο δημόσιο χρέος της, αποτελώντας μεγάλη «ζημιά» για την μακροπρόθεσμη προσπάθεια μείωσης του χρέους και συγκρότησης ενός αξιόπιστου πιστοληπτικού προφίλ.
Το δεύτερο σημείο για το οποίο αισθάνεται ικανοποίηση η Αθήνα, είναι η «ειδική μεταχείριση» των αμυντικών δαπανών. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι αν ένα κράτος-μέλος έχει υψηλότερες επενδύσεις σε άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ή προβαίνει σε μια σημαντική αύξηση των επενδύσεων του στην άμυνα, εισάγεται η δυνατότητα οι δαπάνες αυτές να μην λαμβάνονται υπόψη για την ένταξη ή μη του κράτους μέλους σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος.
Ωστόσο, όπως το ίδιο το ΥΠΕΘΟ επισημαίνει, δεν θα ήταν δυνατή μια πλήρη εξαίρεση δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του χρέους, όπως είναι η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η ενεργειακή ασφάλεια, η οικονομική ανθεκτικότητα, η κοινωνική συνοχή και τελικά, η άμυνα. «Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν άλλωστε εφικτό δεδομένου ότι και αυτές οι δαπάνες από κάπου θα πρέπει τελικά να πληρωθούν. Ωστόσο τα κράτη που δεσμεύονται να πραγματοποιήσουν ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων θα μπορούν να αιτηθούν μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής (έως 7 αντί για 4 έτη) προκειμένου να πετύχουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους».
Ως αποτέλεσμα, το υπουργείο αναφέρει πως όλες οι θέσεις και επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης έχουν καλυφθεί επαρκώς με το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ασφάλειας.