Φουντώνουν οι φόβοι για «έκρηξη» στην Μέση Ανατολή, μετά και το θάνατο του νο2 της Χαμάς, του Σάλεχ αλ Αρούρι από βομβαρδισμούς του Ισραήλ στον Λίβανο.
Ο Εμανουέλ Μακρόν παρότρυνε την κυβέρνηση του Ισραήλ να αποφύγει κάθε συμπεριφορά που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση, ειδικά στον Λίβανο.
Ο Γάλλος πρόεδρος, ο οποίος συζήτησε τηλεφωνικά με τον ισραηλινό υπουργό Μπένι Γκαντς, μέλος της κυβέρνησης του Μπενιαμίν Νετανιάχου, υπογράμμισε πως είναι «απαραίτητο να αποφευχθεί κάθε συμπεριφορά που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση, ειδικά στον Λίβανο», προσθέτοντας πως το Παρίσι θα «συνεχίσει να επιδίδει αυτό το μήνυμα σε όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα» στη σύγκρουση, σύμφωνα με τις υπηρεσίες του.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά από το φούντωμα του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας, πριν από σχεδόν τρεις μήνες, που έγινε στόχος τομέας της πρωτεύουσας του Λιβάνου.
Χεζμπολάχ: Δεν θα μείνει αναπάντητο
«Αυτό το έγκλημα δεν θα παραμείνει αναπάντητο ή ατιμώρητο», διεμήνυσε η Χεζμπολάχ, σύμμαχος της Χαμάς. Εξαπέλυσε ρουκέτες προς το στρατό του Ισραήλ από τις οποίες σκοτώθηκε ένας στρατιώτης και υπήρξαν αρκετοί τραυματίες. Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου, ο Νατζίμπ Μικάτι, από την πλευρά του κατηγόρησε το Ισραήλ πως έχει βαλθεί να σύρει τον Λίβανο στη «νέα φάση της σύγκρουσης».
Κατά τη διάρκεια της συνδιάλεξής του με τον Μπένι Γκαντς, ο Εμανουέλ Μακρόν κάλεσε να καταβληθεί προσπάθεια για να κηρυχθεί «διαρκής κατάπαυση του πυρός» ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς, «με τη βοήθεια όλων των περιφερειακών και διεθνών εταίρων», κατά τη γαλλική προεδρία.
Εξέφρασε εξάλλου εκ νέου «την πολύ έντονη ανησυχία του μπροστά στον ιδιαίτερα βαρύ απολογισμό θυμάτων μεταξύ των αμάχων και την κατάσταση ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα», ενώ επαναβεβαίωσε για ακόμη μια φορά «την προσήλωση της Γαλλίας στην ασφάλεια του Ισραήλ», πάντα σύμφωνα με το Ελιζέ.
«Περιμένω να γίνω μάρτυρας»
«Περιμένω να γίνω μάρτυρας, νομίζω ότι έχω ζήσει πολύ», είχε πει τον Αύγουστο, ο Σάλεχ αλ Αρούρι, προτρέποντας τους Παλαιστίνιους στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη να πάρουν τα όπλα και να εξεγερθούν κατά του Ισραήλ.
Η δολοφονία του Αλ Αρούρι – σχεδόν τρεις μήνες μετά την αιματοχυσία που προκάλεσε η Χαμάς στο ισραηλινό έδαφος, με απολογισμό περίπου 1.200 νεκρούς και 240 ομήρους – σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στον πόλεμο που εξαπέλυσε το Ισραήλ με στόχο την ολοκληρωτική καταστροφή της Χαμάς.
Το Ισραήλ τον κατηγορούσε εδώ και χρόνια για θανατηφόρες επιθέσεις εναντίον πολιτών του. Ωστόσο, αξιωματούχος της Χαμάς ανέφερε ότι ο Σάλεχ αλ Αρούρι βρισκόταν «στην καρδιά των διαπραγματεύσεων» για τον τερματισμό του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας και την απελευθέρωση ομήρων, αναφερόμενος στις διπλωματικές πρωτοβουλίες που είχαν αναλάβει Κατάρ και Αίγυπτος.
«Όποιος το έκανε αυτό, κατάφερε ένα χειρουργικής ακρίβειας πλήγμα στην ηγεσία της Χαμάς», σχολίασε ο Μαρκ Ρέγκεβ, σύμβουλος του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου. Το Ισραήλ δεν επιβεβαιώνει συνήθως την εμπλοκή του σε τέτοιες επιθέσεις.
Αν και είχε μικρότερη επιρροή σε σύγκριση με τους ηγέτες της Χαμάς στη Γάζα, ο Σάλεχ αλ Αρούρι θεωρούνταν εξέχων στέλεχος του παλαιστινιακού ισλαμιστικού κινήματος, καθοδηγώντας από την εξορία τις επιχειρήσεις του στη Δυτική Όχθη.
Στους κόλπους της Χαμάς, ο Σάλεχ αλ Αρούρι θεωρείτο υπέρμαχος της συμφιλίωσης μεταξύ αντίπαλων παλαιστινιακών ομάδων και διατηρούσε καλές σχέσεις με τη Φάταχ, το κόμμα του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, που έχει την εξουσία στη Δυτική Όχθη.
Η Χαμάς και η Φάταχ βρίσκονται σε αντιπαράθεση εδώ και χρόνια, και συγκρούστηκαν το 2007 όταν το παλαιστινιακό ισλαμιστικό κίνημα κατέλαβε την εξουσία στη Λωρίδα της Γάζας.
Σε ό,τι αφορούσε πάντως την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, ο Σάλεχ αλ Αρούρι θεωρούνταν πάντα σκληροπυρηνικός, πρωτοστατώντας στην ίδρυση του στρατιωτικού βραχίονα της Χαμάς, των Ταξιαρχιών Εζεντίν αλ Κάσαμ.
Το Ισραήλ τον θεωρούσε εγκέφαλο της απαγωγής και δολοφονίας τριών ισραηλινών εφήβων στη Δυτική Όχθη το 2014, μετά την οποία οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις ξεκίνησαν στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα που διήρκησαν επτά εβδομάδες και στοίχισαν τη ζωή σε 2.100 Παλαιστίνιους.
Με φόντο την επέκταση των εβραϊκών οικισμών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, ο Αλ Αρούρι υποστήριζε ότι «δεν υπάρχει άλλη επιλογή» από την αντίσταση σε συλλογικό επίπεδο. Είχε ηγετικό ρόλο στην εξάπλωση της δράσης της Χαμάς στη Δυτική Όχθη, όπου μαχητές της εξαπέλυσαν σειρά επιθέσεων εναντίον εβραίων εποίκων τους τελευταίους 18 μήνες.
Αρκετές επιθέσεις σημειώθηκαν πέρυσι, λίγο αφότου ο Σάλεχ αλ Αρούρι είχε διατυπώσει απειλές κατά του Ισραήλ σε τηλεοπτικές εμφανίσεις του.
Με τους ηγέτες της Χαμάς στη Γάζα – τον Γιαχία Σινουάρ, τον Μοχάμεντ Ντέιφ και τον Μαρουάν Άισα – να κρύβονται μετά την έναρξη του πολέμου στις 7 Οκτωβρίου, ο Σάλεχ αλ Αρούρι συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις, διαμηνύοντας τον Δεκέμβριο ότι δεν θα απελευθερωθούν άλλοι όμηροι έως ότου υπάρξει πλήρης κατάπαυση του πυρός.
Ως μέλος του πολιτικού γραφείου της Χαμάς υπό τον Ισμαήλ Χανίγια, με έδρα το Κατάρ, ήταν συνηθισμένος σε πρωτοβουλίες για διάλογο – έστω και εμμέσως – ακόμη και με τους ορκισμένους εχθρούς του, τους Ισραηλινούς.
Το 2011, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του από τις ισραηλινές φυλακές, υπήρξε ένας από τους διαπραγματευτές της Χαμάς σε συμφωνία για ανταλλαγή κρατουμένων με το Ισραήλ, την οποία το κίνημα ήθελε να επαναλάβει με τους ομήρους που απήγαγε κατά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου.
Γεννηθείς στην Άρουρα της Δυτικής Όχθης το 1966, ο Σάλεχ αλ Αρούρι εντάχθηκε στη Χαμάς το 1987 κατά την πρώτη Ιντιφάντα, την εξέγερση των Παλαιστινίων εναντίον της ισραηλινής κατοχής.
Φυλακίστηκε το 1992, έναν χρόνο πριν από τις Συμφωνίες του Όσλο, με τις οποίες η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης αναγνώρισε το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ και εγκατέλειψε τον ένοπλο αγώνα υπέρ των διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Η Χαμάς απέρριψε αυτήν την προσέγγιση και ο Σάλεχ αλ Αρούρι επέστρεψε στον ένοπλο αγώνα του κινήματος μετά την αποφυλάκισή του. Απελάθηκε κατόπιν απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ισραήλ και έμεινε για τρία χρόνια στη Συρία. Ταξίδεψε αργότερα στην Τουρκία, προτού μεταβεί στο Κατάρ και εν συνεχεία εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, όπου σκοτώθηκε σήμερα.