Πέμπτη, 21 Νοε.
17oC Αθήνα

Μπορεί ο ανοδικός πληθωρισμός και τα ανοδικά επιτόκια να επιστρέψουν εξ αιτίας του πολέμου και του πετρελαίου;

Μπορεί ο ανοδικός πληθωρισμός και τα ανοδικά επιτόκια να επιστρέψουν εξ αιτίας του πολέμου και του πετρελαίου;

Ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά που προκαλούν την γενικευμένη αβεβαιότητα στα διεθνή πάνελ του φετινού Νταβός, αναμφίβολα είναι εκείνο που αφορά στο ενδεχόμενο αντιστροφής της τάσης πτώσης του πληθωρισμού.

Η σοβαρότητα αυτού του ενδεχόμενου έχει να κάνει με το μοναδικό στοιχείο του οποίου την εξέλιξη ορίζουν αποφάσεις θεσμικών Φορέων όπως οι Κεντρικές Τραπεζών, δηλαδή τα επιτόκια και το κόστος του χρήματος.

Οι κυρίαρχες εκτιμήσεις που θεωρούνται ως σχετικά βέβαιες στο Νταβός, είναι ότι οι Κεντρικές Τράπεζες και ειδικά η ΕΚΤ θα προχωρήσουν σε μείωση των επιτοκίων – τέσσερις τον αριθμό – μετά τα μέσα του 2024.

Ο μόνος λόγος για να μη συμβεί αυτό είναι να αυξηθεί ο πληθωρισμός και πάλι, όπως συγκυριακά (;) συνέβη τον τελευταίο μήνα του 2023.

Για τον λόγο αυτό άλλωστε ο κ. Φίλιπ Λέιν, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ (ο πρωτεργάτης του χαρακτηρισμού του πληθωρισμού το 2021 ως «προσωρινό φαινόμενο»), πριν μιλήσει η Λαγκάρντ στο Νταβός, έσπευσε να δηλώσει ότι μία «πρόωρη μείωση των επιτοκίων θα ήταν αυτοκαταστροφική…».

Δεν προσδιόρισε βέβαια το τι ακριβώς εννοεί ως πρόωρη.

Και το ερώτημα πλέον είναι τι μπορεί να βάλει και πάλι φωτιά στην ανοδική τάση του πληθωρισμού; Η συνήθης απάντηση είναι, η τιμή των καυσίμων και της ενέργειας γενικότερα.

Η αλήθεια είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσε το έναυσμα για να εκτιναχθούν οι τιμές των καυσίμων, αν και οι στατιστικές υπηρεσίες είχαν αρχίσει να επισημαίνουν τις ανοδικές τάσεις του πληθωρισμού μερικούς μήνες πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία και εκτοξεύσουν τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

Οι οποίες αυξήσεις παρά την εν συνεχεία πτώση τους εξακολουθούν και κοστίζουν στην Ευρωζώνη πολλαπλάσιες τιμές από εκείνες που κοστίζουν π.χ. στις ΗΠΑ, όσο αφορά το Φυσικό Αέριο.

Η νέα κατάσταση στον κόσμο πολύ γρήγορα δημιούργησε εκείνα τα επίπεδα τιμών που επέτρεψαν όχι μόνο την αναζωογόνηση της παραγωγής φυσικού αερίου με την τεχνική fracking στις ΗΠΑ, αλλά κατέστησαν τις ΗΠΑ τον μεγαλύτερο εξαγωγό υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ), με κύριο πελάτη την Ευρωζώνη.

Βέβαια η κατανάλωση φυσικού στον πλανήτη αποτελεί μόλις το 19% όσο αφορά την παραγωγή ενέργειας.

Το πετρέλαιο και τα διυλισμένα παράγωγά του εξακολουθούν να έχουν πολύ υψηλή θέση στις καταναλωτικές δαπάνες και κατά συνέπεια η τιμή του αποτελεί – σε συνάρτηση με την συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου – κύρια πηγή πληθωρισμού ειδικά για την Ευρωζώνη.

Κάποια στιγμή στις αρχές του Οκτώβρη ξέσπασε και ο πόλεμος Ισραήλ – Χαμάς με τις γνωστές εφιαλτικές ανθρωπιστικές συνέπιες, που επηρέασε ανοδικά τις τιμές του πετρελαίου αλλά δεν τις εκτροχίασε.

Όλα αυτά μέχρι την στιγμή που άρχισαν τα «γεγονότα» στην Ερυθρά Θάλασσα και το νέο μέτωπο έδειξε τις προοπτικές επέκτασης του πολέμου πολύ πιο μακριά από την Παλαιστίνη, επηρεάζοντας το 30% των αλυσίδων ανεφοδιασμού του εμπορίου με κοντέινερς στην Ευρώπη… 

Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε να πει κανείς ότι με όλα όσα έχουν μεσολαβήσει η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη έχει θιγεί το λιγότερο από τις αιτίες αυτών των πληθωριστικών πιέσεων, καθώς οι ΗΠΑ από εισαγωγέας Φυσικού Αερίου έχει μεταβληθεί σε εξαγωγέα. Και λογιστικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι αυτάρκης όσο αφορά το πετρέλαιο – πέραν του φυσικού αερίου – με συνέπεια είναι μία ελάχιστα θιγόμενη από τις διεθνείς τιμές του «μαύρου χρυσού» οικονομία.

Στο σημείο αυτό για να εκτιμηθεί η «διάρκεια» επίδρασης των τιμών του πετρελαίου στις οικονομίες σε μία φάση που τουλάχιστον η Ευρωζώνη εμφανίζεται να κινείται ταχύτερα προς την πράσινη μετάβαση, χρειάζεται να υπενθυμίσουμε κάτι καθοριστικό.

Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), απαιτούνται 3 έως 5 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για επενδύσεις μετάβασης στην πράσινη ενέργεια κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας…

Με τις Κεντρικές Τράπεζες να αυξάνουν ραγδαία το κόστος του χρήματος και τις κυβερνήσεις να είναι «φορτωμένες» με πρωτοφανή χρέη, είναι σαφές ότι αυτές οι επενδυτικές απαιτήσεις δεν διευκολύνονται προκειμένου να επιταχυνθεί η απαγκίστρωση από το πετρέλαιο. Τουλάχιστον όχι άμεσα παρά τις κλιματικές συνέπειες.  

Αλλά ας επανέλθουμε στην πετρελαϊκή εξάρτηση ή μη των ΗΠΑ. 

Η οικονομία των ΗΠΑ χρειάζεται 20,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως.

Με δεδομένο ότι 12 εκατ. παράγονται στις ΗΠΑ και κάποια ακόμα εισάγονται από Καναδά και – τώρα – από Βενεζουέλα, όπως και από τον Κόλπο, θα έλεγε κανείς ότι οι ΗΠΑ είναι αυτάρκεις, αφού εξάγουν και κάπου 3 εκατ βαρέλια διυλισμένα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Είναι όμως αυτάρκης; Τα στοιχεία λένε ότι από τα 12 εκατ. βαρέλια τα 7 εκατ. είναι χαμηλής ποιότητας σχιστολιθικό πετρέλαιο με περιεκτικότητα ανά όγκο αναφοράς μόλις 75 οκτάνια, όταν ο μέσος όρος του πετρελαίου των περιοχών του Κόλπου, ή της Ρωσίας είναι 93 – 95 οκτάνια.

Στο μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής στις ΗΠΑ είναι απολύτως απαραίτητη η προσθήκη εισαγόμενου υψηλών οκτανίων πετρέλαιο αφ’ ενός για να μπορούν τα εγχωρίως παραγόμενα να διυλισθούν και να περάσουν στην αγορά. Θα μπορούσε σε οικονομικό επίπεδο να τροφοδοτήσει την εγχώρια κατανάλωση αν διακόψει τις εξαγωγές; Και αν διακόψει τις εξαγωγές θα έχει αυτάρκεια;

Η απάντηση είναι: Όχι.

Ο λόγος είναι ότι τα 3 εκατ. βαρελ. διυλισμένων πετρελαϊκών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, αφ’ ενός έχουν ως προϋπόθεση τις εισαγωγές υψηλής ποιότητας πετρελαίου για τον εμπλουτισμό του εγχωρίως παραγόμενου. Και αφ’ εταίρου αν σταματήσουν οι εξαγωγές για να καλυφθούν οι εσωτερικές ανάγκες εξοικονομώντας 100 δις δολ., το αμερικανικό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 8% καθώς τόση είναι η αξία των εξαγωγών αυτών (1,6 τρις δολ.) υψηλής ποιότητας διυλισμένων παραγώγων πετρελαίου.

Και αυτό για την αμερικάνικη οικονομία είναι κάτι που δεν υφίσταται ως δυνατότητα…

Με αυτά τα δεδομένα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η παράκαμψη της Ερυθράς Θάλασσας μέσω του αναγκαστικού λόγω του πολέμου στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας, περίπλου της Αφρικής, οδηγεί σε νέα επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου με γενικευμένη αύξηση κόστους. Με αποτέλεσμα όπως φαίνεται να είναι μάλλον δύσκολο έως αδύνατο να αποφύγει κανείς φαινόμενα νέας αναθέρμανσης του πληθωρισμού τιμών.

Αυτό όμως έχει ως συνέπεια την άμεση προοπτική νέας επιπλοκής στο άμεσα ζητούμενο της μείωσης των επιτοκίων και του κόστους του χρήματος.

Αυτό είναι κάτι που, όπως και την δεκαετία του ’70, η εμπειρία λέει, ότι ο πόλεμος στην Μ. Ανατολή και ο πληθωρισμός δεν είναι καλά νέα για την διεθνή οικονομία.

Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν τα γεγονότα αυτά έρχονται να βάλουν φωτιά σε ένα «απύθμενο βαρέλι» χρέους και μόχλευσης κεφαλαίων σε επίπεδα που δεν έχει ξαναδεί στην ιστορία του η παγκόσμια οικονομία.

Θα είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε αυτή την εβδομάδα το πως θα σχολιασθούν τα γεγονότα αυτά και τι απαντήσεις θα ακουσθούν στο Νταβός όπου μερικές χιλιάδες ανώτατα οικονομικά επιχειρηματικά στελέχη, τραπεζίτες και κεντρικοί τραπεζίτες, μαζί με δεκάδες πολιτικούς ηγέτες θα κληθούν να εκφράσουν τις απόψεις τους. 

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις