Τα Οικονοκλαστικά επιμένουν – ίσως κουραστικά για τους αναγνώστες τους – να στρέφουν διαρκώς την προσοχή σε γεγονότα και αναλύσεις που έχουν να κάνουν περισσότερο με την «ρευστότητα» και λιγότερο με το «κόστος» (δηλαδή τα επιτόκια) αυτής της ρευστότητας, που είναι διαθέσιμη στην αγορά.
Ο λόγος που αυτό γίνεται έχει να κάνει με το ότι εδώ και αρκετούς μήνες βρίσκεται σε εξέλιξη η μεγαλύτερη στην μεταπολεμική οικονομική ιστορία «απόσυρση» κεφαλαίων από τις χρηματαγορές. Αυτή που αφορά στην μείωση των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών με επικεφαλής την Fed και την ΕΚΤ.
Tο πόσο αυτό έχει αρχίσει να καταγράφεται στην κυκλοφορία του χρήματος ειδικά στην Ευρώπη φαίνεται και από τα τελευταία στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο του 2023 που έδωσε στην δημοσιότητα η ΕΚΤ. Και τα οποία δείχνουν μία περαιτέρω επιδείνωση στην τάση χορήγησης δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Η εικόνα αυτή είναι ακόμα πιο «άσχημη» αν δει κανείς την αυξανόμενη ανισομέρεια στην κατανομή αυτών των σε μειούμενο όγκο παρεχόμενων δανείων.
Οι εκτιμήσεις των τραπεζών που «ρώτησε» η ΕΚΤ είναι ότι η τάση αυτή, δηλαδή της επιδείνωσης, θα συνεχισθεί και το πρώτο τρίμηνο του 2024 και θα συνοδεύεται από μία περαιτέρω αυστηροποίηση των όρων παροχής αυτών των δανείων.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον της άμπωτης ρευστότητας με σταδιακά αυξανόμενη ένταση, φέτος τον Ιανουάριο (για την ακρίβεια μέχρι τις 23 Ιανουαρίου) παρατηρείται μία αυξανόμενης έκτασης έκδοση ομολόγων.
Συγκεκριμένα στην Ευρώπη (μαζί με την Μ. Βρετανία) τον Ιανουάριο του 2023 (μέχρι τις 24/1) είχε εκδοθεί ένας χείμαρρος 240 δις ευρώ ομολόγων και το 2024 στην ίδια χρονική περίοδο έχει εκδοθεί ένας …ποταμός ομολόγων που αγγίζει ήδη τα 300 δις ευρώ.
Τα νούμερα είναι εκπληκτικά μεγάλα αν σκεφτεί κανείς ότι τόσο το 2023 όσο και τώρα αυτός το δανεισμός «τρέχει» με επιτόκια που η ΕΚΤ έχει ανεβάσει κατά 4,5 μονάδες μέσα σε 18 μήνες.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μέσα στο κλίμα της προσδοκίας για μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ μέσα στο 2024, οι εκδόσεις ομολογιακού χρέους θα είχαν επιβραδύνει και θα περίμεναν καλύτερες μέρες αργότερα.
Όμως όχι, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Σε ένα περιβάλλον επιτοκίων που είναι ακραία υψηλό και επώδυνο δημιουργείται μία πλημμυρίδα εκδόσεων τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τις επιχειρήσεις με τις τράπεζες να τις συναγωνίζονται σε ταχύτητα και έκταση δανεισμού.
Για την Ελλάδα υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος οι επιχειρήσεις (τράπεζες, κ.λ.π.) να περιμένουν πέρα από το γενικό κλίμα αναμονής για χαμηλότερα επιτόκια. Ο λόγος είναι ότι μετά την αναβάθμιση του κρατικού χρέους σε Investment Grade (IG) βαθμίδα, είναι φυσιολογικό να περιμένει κανείς την επέκταση της IG και στον χώρο των μεγάλων επιχειρήσεων εντός και εκτός χρηματοπιστωτικού χώρου.
Όμως και εδώ η «βιασύνη» φαίνεται να είναι μεγάλη, οι εκδόσεις χρέους ακολουθούν η μία την άλλη με ακόμα αρκετά βαριά επιτόκια παρά την σχετική μικρή βελτίωση.
Μοναδική εξαίρεση βέβαια σ’ αυτό το φαινόμενο είναι το ελληνικό δημόσιο (ΟΔΔΗΧ) που βγάζει δανειακές πράξεις (εκδόσεις ομολόγων) κυριολεκτικά με το σταγονόμετρο, καθιστώντας το κυκλοφορούν στην δευτερογενή αγορά ομολογιακό χρέος δυσεύρετο «συλλεκτικό» επενδυτικό αγαθό…
Και το ερώτημα που δημιουργείται είναι αν η «πιστωτική ασφυξία» έχει ήδη χτυπήσει πλέον κόκκινο και όλοι τρέχουν να προλάβουν τις αγορές, που σημαίνει ότι οι «εκδότες» βρίσκονται ήδη υπό πιστωτική πίεση ή υπολογίζουν ότι θα βρεθούν σύντομα σε μία τέτοια κατάσταση.
Ή συμβαίνει, για την ακρίβεια, πρόκειται να συμβεί, κάτι άλλο που καλό θα είναι να έχει κανείς τον …γάιδαρό του ταϊσμένο πριν ξεμείνει από ρευστό.
Η κα Λαγκάρντ χθες (25.1.2024) δεν απάντησε σε κανένα από τα ερωτήματα αυτά. Ούτε δηλαδή αναγνώρισε ότι η άμπωτη ρευστότητας που προκαλεί με την πολιτική της δημιουργεί προϋποθέσεις πιστωτικής ασφυξίας, ούτε ξεκαθάρισε τι ακριβώς περιμένει ακόμα να συμβεί για να μειώσει επιτόκια, αφού ήδη ο πληθωρισμός έχει αγγίξει ένα φάσμα τιμών γύρω από το 3%, ούτε πολύ περισσότερο εξήγησε το πόσο είναι διατεθειμένη η ΕΚΤ να τραβήξει το σχοινί της μείωσης του Ισολογισμού της, στο εύρος του οποίου «κάθεται» σχεδόν ολόκληρη η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Αν σκεφτεί κανείς ότι με βάση υπολογισμούς που έχουν δει το φως της δημοσιότητας σε προηγούμενες εργασίες και μελέτες της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), η ρευστότητα που έχει διοχετεύσει η ΕΚΤ μέσω του APP και του PEPP τα προηγούμενα χρόνια έχει «μοχλευτεί» στην δευτερογενή αγορά από 30 έως και 60 φορές, εύκολα καταλαβαίνει ότι για κάθε ένα δις. ευρώ που αποσύρεται από την ΕΚΤ στην πραγματικότητα δημιουργείται ένα χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 30 με 60 δις ευρώ το λιγότερο.
Από που; Από τις οικονομίες στις οποίες αυτά έχουν άμεσα ή έμμεσα επενδυθεί…
Μπροστά στα μεγέθη αυτά το πολύ-αναμενόμενο 0,25% της πρώτης μείωσης των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ, μοιάζει μάλλον με σταγόνα στον ωκεανό.
Ίσως αυτό να εξηγεί την βιασύνη όλων να δανειστούν όσο νωρίτερα μπορούν, ακόμα και αν αυτό γίνεται με ακριβά επιτόκια.