Τη σαφή προτίμηση της γερμανικής κυβέρνησης στο πράσινο υδρογόνο (σ.σ. μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο) αντί για την τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCUS) εξέφρασε ο υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.
Συγκεκριμένα, η κατεύθυνση είναι ότι για τις νέες μονάδες ηλεκτρισμού με καύσιμο το φυσικό αέριο που θα κατασκευαστούν στο εξής, θα υπάρχει η δυνατότητα να λειτουργήσουν με μείγμα καυσίμου που θα περιλαμβάνει όλο και περισσότερο το υδρογόνο από καθαρές πηγές.
Αντιθέτως, δεν προκρίνεται η λύση να προστεθεί στις μονάδες εξοπλισμός που θα απορροφά μέρος των ρύπων ώστε να μην εκλύεται στην ατμόσφαιρα, καθώς η εν λόγω τεχνολογία θεωρείται προς το παρόν ανώριμη εμπορικά.
Η επιλογή της Γερμανίας έχει μεγάλη σημασία πανευρωπαϊκά, τη στιγμή που το ευρωπαϊκό σχέδιο REPower EU έχει θέσει τις επενδύσεις στο υδρογόνο ψηλά στην ατζέντα για τις επόμενες δεκαετίες. Στόχος των Βρυξελλών είναι να φτάσει η παραγωγή του τους 10 εκατ. τόνους στην Ευρώπη και άλλους τόσους οι εισαγωγές ως το 2030.
Η λογική είναι ότι η πληθώρα παραγωγής ρεύματος μέσω ΑΠΕ θα είναι τέτοια που θα επιτρέπει το πλεόνασμά της ορισμένες ώρες της ημέρας να κατευθύνεται για την παραγωγή καυσίμου υδρογόνου μέσω της ηλεκτρόλυσης. Η μετατροπή του ρεύματος σε καύσιμο θα μπορεί να τροφοδοτήσει τομείς της οικονομίας που δεν μπορούν να λειτουργήσουν πλήρως με ηλεκτρισμό, όπως είναι οι βαριές μεταφορές, η ναυτιλία και η βιομηχανία.
Παράλληλα, θα «πρασινίσει» τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο ώστε να μπορούν να είναι αφενός σύννομες με τους αυστηρούς ευρωπαϊκούς κανονισμούς και αφετέρου ανταγωνιστικές εμπορικά.
Η ίδια η Γερμανία παρουσίασε πέρυσι την εθνική της στρατηγική στο υδρογόνο, βάσει της οποίας προβλέπεται η κατασκευή 10 GW μονάδων ηλεκτρόλυσης. Ακόμα και έτσι, η χώρα θα εισάγει το 50 – 70% των αναγκών της από το εξωτερικό το 2030, γεγονός που ανοίγει το δρόμο για αντίστοιχες επενδύσεις άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Από τη στιγμή που μια μεγάλη οικονομία σαν τη Γερμανία κάνει την αρχή και δίνει μια σαφή πολιτική κατεύθυνση, επόμενο είναι να στηριχθούν οι επενδύσεις στο υδρογόνο που κάνουν σήμερα τα πρώτα τους βήματα με στόχο να γίνει το κόστος ανταγωνιστικό μέσα στα επόμενα χρόνια.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι σήμερα το κόστος είναι πολύ παραπάνω από το «βρόμικο» υδρογόνο που παράγεται με ορυκτά καύσιμα. Συγκεκριμένα, το Bloomberg New Energy Finance (BNEF) εκτιμά ότι το πράσινο υδρογόνο στοιχίζει 4,5 – 12 δολάρια ανά κιλό, ενώ το «γκρίζο» υδρογόνο 1 – 3 δολάρια το κιλό.
Το στοίχημα είναι ότι οι οικονομίες κλίμακας και η τεχνολογική πρόοδος θα οδηγήσουν σταδιακά σε μια πτώση του κόστους αντίστοιχη με ότι συνέβη παλαιότερα στα φωτοβολταϊκά και τις μπαταρίες λιθίου.