Ψήφισμα κατά της Ελλάδας υιοθέτησε το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο εκφράζει αρκετές ανησυχητικές εξελίξεις στην Ελλάδα που απειλούν το κράτος δικαίου, και αναφέρεται στην ελευθερία του Τύπου, στα Μέσα Ενημέρωσης στην Ελλάδα, τις παράνομες παρακολουθήσεις και τις ατομικές ελευθερίες.
Το ψήφισμα για την Ελλάδα υιοθετήθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο με 330 ψήφους υπέρ, 254 κατά και 26 αποχές.
Εξετάζοντας θέματα πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης και ασφάλειας των δημοσιογράφων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαμαρτύρεται για την έλλειψη προόδου στις έρευνες για την δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ τον Απρίλιο του 2021 και, όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Οι ευρωβουλευτές «εκφράζουν έντονη ανησυχία για το γεγονός ότι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν σωματικές απειλές και λεκτικές επιθέσεις (προερχόμενες μεταξύ άλλων και από υψηλόβαθμους πολιτικούς), παραβιάσεις της ιδιωτικής τους ζωής με κατασκοπευτικό λογισμικό και καταχρηστικές αγωγές – συμπεριλαμβανομένων αυτών που προέρχονται από ανθρώπους του περιβάλλοντος του πρωθυπουργού», ενώ «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράζει επίσης ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, τη συγκέντρωση ΜΜΕ στα χέρια ολιγαρχών και την κατανομή των κρατικών επιδοτήσεων».
Επισημαίνεται επίσης με ανησυχία, η έλλειψη διαφάνειας στην κατανομή των κρατικών επιδοτήσεων στα μέσα ενημέρωσης, σημειώνοντας το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι ρυθμιστικές αρχές των μέσων ενημέρωσης δεν διαθέτουν πόρους, ενώ αμφισβητείται η αντικειμενικότητα και η ανεξαρτησία του Ελληνικού Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης.
Παράλληλα, εκφράζεται μεγάλη ανησυχία για το γεγονός ότι «πολλοί δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν σωματικές απειλές, λεκτικές επιθέσεις», μεταξύ άλλων με παρακολουθήσεις (spyware) και στρατηγικές μηνύσεις (SLAPPs). Το ΕΚ ζητεί την άμεση κατάργηση αυτών των SLAPP, επιμένοντας ότι η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον για όλους τους δημοσιογράφους.
Παρακολουθήσεις
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδικάζει την «παράνομη εργαλειοποίηση του όρου “απειλή για την εθνική ασφάλεια” για τις απαράδεκτες υποκλοπές και την παρακολούθηση πολιτικών αντιπάλων, συμπεριλαμβανομένων μελών του ΕΚ», αναφέρεται στην ανακοίνωση. «Ως απάντηση στο σκάνδαλο “Predatorgate”, οι ευρωβουλευτές ζητούν την ενίσχυση των δημοκρατικών μηχανισμών και αποτελεσματικές έρευνες με τη βοήθεια της Europol» και «ζητούν ακόμη να αντιστραφεί η νομοθεσία που έθεσε την ΕΥΠ υπό τον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργού».
Το ψήφισμα εκφράζει «ανησυχίες σχετικά με τη μεταφορά της έρευνας για το σκάνδαλο σε διαφορετικό εισαγγελέα και την πολιτική πίεση, τον εκφοβισμό και την παρενόχληση αξιωματούχων που επικρίνουν την κυβέρνηση», σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τονίζει «την υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία και την ανεπαρκή ποιότητα των επακόλουθων ερευνών και δικαστικών αποφάσεων, τις καταγγελίες για διαφθορά, τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών και τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος στην αστυνομία», σημειώνεται στην ίδια ανακοίνωση.
«Η μεταχείριση των μεταναστών και οι συστηματικές επαναπροωθήσεις ανησυχούν τους ευρωβουλευτές», όπως και «οι επιθέσεις κατά της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως οι εκστρατείες δυσφήμισης και η δικαστική παρενόχληση ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ενώ, όπως αναφέρεται, «δηλώνει ότι η κοινοβουλευτική έρευνα για την τραγωδία στα Τέμπη του Φεβρουαρίου του 2023 φαίνεται να στερείται πολιτικής αμεροληψίας και ανησυχεί για την άρνηση της κυβερνητικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να διεξαγάγει έρευνα για δύο πρώην υπουργούς Μεταφορών, όπως ζητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία».
Με βάση τα ανωτέρω, καταλήγει η ανακοίνωση, «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση των παραβιάσεων των αξιών της ΕΕ στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης αφενός της αξιολόγησης της χρήσης των κονδυλίων της ΕΕ στο πλαίσιο του κανονισμού περί κοινών διατάξεων σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αφετέρου σε σχέση με τη μη εφαρμογή των αποφάσεων των ευρωπαϊκών δικαστηρίων σύμφωνα με τον κανονισμό για την αιρεσιμότητα του κράτους δικαίου». Εξάλλου, το ΕΚ εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση και οι αστυνομικές αρχές αρνήθηκαν να συναντηθούν με εκπροσώπους του κατά την επίσημη αποστολή του τον Απρίλιο του 2022 και καλεί τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση να ξεκινήσει έναν εποικοδομητικό διάλογο με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.