Πίσω από την «κυριαρχία της ελιάς», που προσδίδει μία μοναδικότητα στο τοπίο της Κέρκυρας, υπάρχει μία διαδρομή που σημάδεψε την ιστορία του ελαιώνα και των αγροτών του νησιού και σήμερα αριθμεί, περίπου 5 εκατομμύρια ελαιόδεντρα.
Τα φέουδα, οι δυσβάσταχτοι φόροι και οι επιβαλλόμενες εισφορές-δώρα , οι εξευτελιστικές τιμές στο ελαιόλαδο λόγω του μονοπωλίου των Ενετών και της έλλειψης ανταγωνισμού, η απαγόρευση εξαγωγών με βαρειές ποινές για τους παραβάτες, οι αγροτικές εξεγέρσεις, αποτελούν το περίγραμμα του αγροτικού ζητήματος που ταλάνισε από τον 17ο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, τον Κερκυραίο ελαιοπαραγωγό.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στην έρευνα, που έκανε η Όλγα Παχή διδάκτωρ Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, για το αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας, εντόπισε σημαντικά στοιχεία για την ιστορία του κερκυραϊκού ελαιώνα.
Μέχρι τον 17ο αιώνα τα κυρίαρχα προϊόντα του νησιού ήταν το αλάτι, τα βελανίδια και το κρασί. Το 1386 η Κέρκυρα προσχώρησε επίσημα στο Ενετικό Κράτος. Η ενετική κυριαρχία, διήρκεσε σχεδόν 4 αιώνες και σημάδεψε τόσο τη φυσιογνωμία του χώρου, όσο και την κουλτούρα των ανθρώπων, συνιστώντας σταθερό σημείο αναφοράς στην τοπική πολιτιστική κληρονομιά.
Το αυστηρό Ενετικό διάταγμα για την ελαιοκαλλιέργεια
Η ευρύτατη διάδοση των ελαιοδένδρων, οφείλεται στη μέριμνα της Ενετικής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, στις 25 Νοεμβρίου του 1623 η Ενετική Γερουσία εξέδωσε διάταγμα για όλες τις ενετικές κτήσεις της, από τη Δαλματία μέχρι την Κρήτη, σύμφωνα με το οποίο υποχρέωνε όλους τους νέους και παλαιούς κατοίκους της των περιοχών, σε διάστημα 2 συνεχών ετών, να καλλιεργήσουν και να μετατρέψουν τις αγριελιές σε ήμερα και καρποφόρα δένδρα. Επίσης, στα κτήματα που δεν υπήρχαν ελαιόδενδρα, οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι μέσα σε δύο χρόνια να έχουν φυτέψει και καλλιεργήσει με αναλογία 8 ρίζες, σε κάθε 1200 τετραγωνικά μέτρα γης. Μάλιστα, είχε προβλεφθεί και ο τρόπος φυτέματος, ώστε να μην εμποδίζεται η παράλληλη καλλιέργεια του σιταριού.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Η αναλογία αυτή δεν φαίνεται να τηρήθηκε απόλυτα, αν κρίνουμε από την πυκνότητα που παρουσιάζουν τα ελαιόδενδρα σε ορισμένες περιφέρειες. Όσοι δεν θα συμμορφώνονταν με το διάταγμα, είχαν να αντιμετωπίσουν δυσβάσταχτες ποινές», επισημαίνει η κ. Παχή.
Επιπλέον, με το συγκεκριμένο διάταγμα απαγορευόταν αυστηρά η ξύλευση των ελαιόδεντρων. Επίσης, λαμβανόταν πρόνοια για την ασφαλή μεταφορά του λαδιού στη Βενετία, ενώ απαγορευόταν και η όποια εξαγωγή σε άλλες χώρες. Ο σκοπός ήταν να πλουτίσουν οι Ενετοί έμποροι, οι οποίοι εξήγαγαν στις ξένες χώρες όλο το ελαιόλαδο που ερχόταν στη Βενετία από τις κτήσεις της. Παράλληλα, η απαγόρευση της ελεύθερης εξαγωγής και η ανυπαρξία ανταγωνισμού, είχε ως συνέπεια τον εξευτελισμό των τιμών. Οι κυρώσεις, σε περίπτωση παράβασης, ήταν αυστηρότατες, δηλαδή κατάσχεση του ελαιολάδου, των πλοίων και των άλλων μέσων μεταφοράς και επιπλέον, χρηματικές ποινές ισόποσης αξίας με το δημευόμενο ελαιόλαδο. Τα χρήματα αυτά, θα τα έπαιρναν εκείνοι που θα ανακάλυπταν και θα έκαναν την καταγγελία της παρανομίας.
«Έτσι κληροδοτήθηκε στην Κέρκυρα ο σημερινός πλούτος των ελαιόδεντρων» επισημαίνει η κ. Όλγα Παχη και συνεχίζει: « Η απογραφή του 1766, ανεβάζει τα ελαιόδενδρα σε 1.873.730, από τα οποία το ¼ προϋπήρχε του διατάγματος του 1623, το ½ ήταν άμεση συνέπεια του διατάγματος και το υπόλοιπο ¼ απαρτιζόταν από μεταγενέστερες φυτείες. Η κατά μέσον όρο παραγωγή ενός «ελαιοφόρου έτους», δηλαδή κάθε διετία, ήταν 500.000 ξέστες στην Κέρκυρα και 60.000 ξέστες στους Παξούς. Οι 500.000 ξέστες αντιστοιχούσαν σε 125.000 βαρέλια προς 52 οκάδες το βαρέλι. Κάνοντας αναγωγή στις σημερινές μονάδες μέτρησης η παραγωγή ανερχόταν στα 9.142.500 λίτρα λαδιού».
Το 1773 καθιερώνεται διπλή φορολογία στο λάδι, φόρος εξαγωγής και η δεκάτη του ελαίου. Το 1789 μία προκήρυξη των «Προβλεπτών επάνω εις τα λάδια», γραμμένη στα ελληνικά και τυπωμένη στη Βενετία, επαναλαμβάνει τις υποχρεώσεις των ελαιοπαραγωγών, ότι δηλαδή, η γη ανήκε στον ηγεμόνα, τη Βενετία, που την είχε εκχωρήσει με τη μορφή φέουδου σε ιδιώτες, Δυτικούς και Έλληνες, στην Εκκλησία, Καθολική και Ορθόδοξη, και σε μικροκαλλιεργητές.
Οι φεουδάρχες δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι τα κτήματά τους, αλλά τα παρέδιδαν για καλλιέργεια στους χωρικούς. Οι χωρικοί, που καλλιεργούσαν αυτά κτήματα, διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες, στους εξαρτημένους και στους ελεύθερους, με τις εισφορές, τις υποχρεωτικές δωρεές, και τους διπλούς φόρους να γίνονται τροχοπέδη στην επιβίωση τους. Όλη αυτή η δυσάρεστη κατάσταση οδήγησε τους χωρικούς στην απελπισία, στην οικονομική εξαθλίωση και στις βίαιες αντιδράσεις.
Οι αγροτικές εξεγέρσεις και το τέλος των φέουδων
Κατά τον 17ο αιώνα, σημειώθηκαν τρεις ένοπλες εξεγέρσεις των χωρικών, οι οποίες όμως κατεστάλησαν με στρατιωτική επέμβαση. Συγκεκριμένα, στα 1608 ξεσηκώθηκαν οι γεωργοί, γιατί η χρονιά ήταν άκαρπη και αδυνατούσαν να πληρώσουν τους φεουδάρχες. Στα 1640, επαναστάτησαν οι γεωργοί της Β. Κέρκυρας, γιατί πάλι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Εξέγερση των γεωργών, σημειώθηκε στα 1652 και προκάλεσε στην ύπαιθρο αναρχία 6 μηνών. Την εξέγερση αυτή κατέστειλε ο στρατηγός Molin που ήρθε τότε στην Κέρκυρα γι’ αυτόν τον σκοπό. Το τέλος της Eνετοκρατίας, βρήκε τους γεωργούς σε άθλια οικονομική κατάσταση.
Η λήξη της Ενετικής κυριαρχίας στο τέλος του 18ου αιώνα, βρίσκει την Κέρκυρα με 19 φέουδα. Οι Δημοκρατικοί Γάλλοι στη συνέχεια το 1799, τα δήμευσαν, ενώ 5 χρόνια αργότερα το 1804, οι προστάτες των Ιονίων Νήσων, Ρώσοι και Τούρκοι, τα επέστρεψαν στους πρώην κατόχους τους. Όταν με τη συνθήκη της Βιέννης το 1814, ανακηρύχτηκε το Ιόνιο Κράτος, οι προστάτες του Άγγλοι, αναγνώρισαν το καθεστώς των γαιοκτημόνων, όμως με κάποιες αλλαγές.
Μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης παρέμενε ως πολύπλοκο αγροτικό ζήτημα για το οποίοι Κερκυραίοι πολιτικοί έδωσαν μάχες με τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Στην οριστική επίλυση του ζητήματος, συνετέλεσε οριστικά ο Κερκυραίος βουλευτής Ανδρέας Δενδρινός, με την έκδοση Νομοθετικού Διατάγματος την 19η Σεπτεμβρίου το 1925, σύμφωνα με το οποίο απελευθερώθηκαν όλα τα αγροτικά κτήματα. Πλέον ο αγρότης του νησιού, πήρε πίσω τη γη του, την κατοχύρωσε και σταμάτησε να δίνει μέρος της παραγωγής του σε τρίτους. Ένα μεγάλο μέρος του κερκυραϊκού ελαιώνα, που είχε εγκαταλειφτεί για δεκαετίες λόγω των ιδιοκτησιακών προβλημάτων ξαναζωντάνεψε.