Ο πολιτικός γάμος καθιερώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά στην Ελλάδα ήρθε 200 χρόνια αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου 1982. Η Ελλάδα και η Ορθόδοξη εκκλησία της θεωρούσαν νόμιμο μόνο τον θρησκευτικό γάμο, με βάση την βυζαντινή νομοθεσία του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού από το 893 μ.Χ.
Οι σθεναρές αντιδράσεις της Εκκλησίας αλλά και ο φόβος για το πολιτικό κόστος δεν επέτρεπαν να γίνει καμία συζήτηση επί του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα.
Τελικά στις 17 Φεβρουαρίου 1982, μέσα σε θύελλα αντιδράσεων τόσο από την ελληνική εκκλησία όσο και από τους συντηρητικούς κύκλους της χώρας, εισάγεται στη Βουλή, από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, το νομοσχέδιο για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα.
Είχαν προηγηθεί δυο ατελέσφορες απόπειρες.
Η πρώτη ξεκίνησε το 1926 από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ιωσήφ Κούνδουρο, που απορρίφθηκε όμως από τον δικτάτορα Πάγκαλο.
Το ζήτημα του πολιτικού γάμου επανήλθε στην επικαιρότητα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο κατά την τελευταία περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον φιλελεύθερο πολιτικό. Και οι δύο προσπάθειες έπεσαν στο κενό μέχρι που ήρθε η «Κυβέρνηση της Αλλαγής».
Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο, ένα πάγιο αίτημα του προοδευτικού κόσμου και όλου σχεδόν του νομικού συστήματος. Ήταν μία από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε, μία βαθιά εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση, αλλά και μία πράξη συμβιβασμού με την Εκκλησία.
Υπήρχε ήδη εκτεταμένη αρθρογραφία για το θέμα και πολλές χιλιάδες υποψηφίων που περίμεναν την καθιέρωση του θεσμού προκειμένου να παντρευτούν.
Από αλλόθρησκους και άθεους, μέχρι ανθρώπους που είχαν εξαντλήσει το όριο των τριών γάμων που επέτρεπε η εκκλησία.
Να σημειωθεί ότι η ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζοντας μόνο τον θρησκευτικό γάμο μέχρι το 1982, παραβίαζε τη θεμελιώδη αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας και δημιουργούσε μία σειρά από προσωπικά αδιέξοδα.
Όλα αυτά θα αλλάξουν όμως στις 17 Φεβρουαρίου 1982, όταν, στο πλαίσιο των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών της «κυβερνήσεως της Αλλαγής» του Ανδρέα Παπανδρέου στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου, ο αρμόδιος επί της Δικαιοσύνης υπουργός Στάθης Αλεξανδρής εισάγει προς συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου, δικαιολογώντας τη σχετική κυβερνητική απόφαση ως εξής:
«Η μεγάλη αυτή καινοτομία στο δίκαιό μας επιβάλλεται από την ανάγκη περιφρούρησης της ανεξιθρησκίας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμά μας».
Έπειτα από πολύωρες και πολυτάραχες συζητήσεις, εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, το νομοσχέδιο υπερψηφίζεται κατά πλειοψηφία στις 22 Μαρτίου με τις αρνητικές ψήφους της Νέας Δημοκρατίας, επί προεδρίας Ευάγγελου Αβέρωφ.
Στις 7 Απριλίου, ο νόμος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ με το Προεδρικό Διάταγμα 391 καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την τέλεση του πολιτικού γάμου.
Η στάση της Εκκλησίας
Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε καταλήξει σε συμβιβασμό με την ελληνική εκκλησία, ορίζοντας τον πολιτικό γάμο ίσο με τον θρησκευτικό και όχι κάνοντας τον πολιτικό υποχρεωτικό με τον θρησκευτικό προαιρετικό, όπως ίσχυε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Παρά την διαλλακτική στάση του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, μεγάλο κομμάτι της Ιεράς Συνόδου ξεσηκώθηκε, ακολούθησαν εμπρηστικές δηλώσεις ενώ κάποιοι απείλησαν ότι δεν θα βάφτιζαν τα παιδιά που οι γονείς τους είχαν συνάψει πολιτικό γάμο.
Το τριήμερο 19-21 Ιανουαρίου 1982 η Ιεράς Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση για να ασχοληθεί με το ζήτημα και το κλίμα ήταν εκρηκτικό.
Πηγή φωτογραφίας: Eurokinissi
Πρωτεργάτης των αντιδράσεων ήταν ο μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Έλεγε: «Ο πολιτικός γάμος είναι άθεσμος μείξις, είναι καταπάτησις της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, είναι αίρεσις. Ο τοιούτος γάμος είναι, άνευ περιστροφών, μείξις ανίερος και κατάκριτος, ελευθέρα συμβίωσις άθεσμος και αμαρτωλός».
Ο πρώτος πολιτικός γάμος στην Ελλάδα έγινε στο χωριό Φραντάτο της Ικαρίας, ανάμεσα στον Δημήτρη Μαύρο από τη Νάξο και την Σταματούλα Πλακίδα από την Ικαρία.
Το γεγονός καλύφθηκε από όλες τις εφημερίδες και την κρατική τηλεόραση.
Τον πρώτο καιρό έγιναν πολλοί γάμοι στα δημαρχεία, μετά όμως σταδιακά οι θρησκευτικοί παρέμεναν στις προτιμήσεις των ζευγαριών. Άλλωστε στον πολιτικό γάμο δεν προβλέφθηκε κάποια εντυπωσιακή τελετουργία.
Με αυτά τα ποσοστά, η Εκκλησία σταδιακά έπαψε να αντιδρά, θεωρώντας ότι η πίστη και η Ορθόδοξη παράδοση είχαν νικήσει και δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος.
Η οικονομική κρίση άλλαξε τα στατιστικά στοιχεία μετά το 2010. Το 2012 ήταν η πρώτη χρονιά που έγιναν περισσότεροι πολιτικοί από θρησκευτικοί γάμοι στη χώρα, τάση που διατηρήθηκε στα υπόλοιπα χρόνια της κρίσης.
Από τον πολιτικό γάμο στο σύμφωνο συμβίωσης
Τα χρόνια περνούν και οι πολιτικοί γάμοι κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι γάμοι το 2022 ανήλθαν σε 43.355 (21.381 θρησκευτικοί και 21.974 πολιτικοί) παρουσιάζοντας αύξηση κατά 6,4% σε σχέση με το 2021, κατά το οποίο είχαν πραγματοποιηθεί 40.759 (18.487 θρησκευτικοί και 22.272 πολιτικοί).
Από το 2008 η πολιτεία θέσπισε με νόμο και το σύμφωνο συμβίωσης, (νόμος 3719/2008 – ΦΕΚ 241/Α’/26.11.2008), δίνοντας τη δυνατότητα να επισημοποιήσουν τη σχέση τους και να κατοχυρώσουν τα δικαιώματα τους και άτομα του ίδιου φύλου και όχι μόνο.
Δεν είναι λίγα τα νεαρά ζευγάρια που προτιμούν το συμβολαιογραφικό γραφείο από το δημαρχείο ή την Εκκλησία.
Τα σύμφωνα συμβίωσης το 2022 ανήλθαν σε 13.157, παρουσιάζοντας αύξηση 13,9% σε σύγκριση με το 2021 που ήταν 11.550. Στα σύμφωνα συμβίωσης του έτους 2022 περιλαμβάνονται 394 σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ ανδρών και 113 μεταξύ γυναικών.