Ήταν 21 Φεβρουαρίου του 2014, όταν έφυγε από τη ζωή ο ηθοποιός και τραγουδιστής Σάκης Μπουλάς, σε ηλικία 60 ετών, έπειτα από μάχη που έδινε με τον καρκίνο.
Ηθοποιός, ροκάς, τραγουδιστής, στιχουργός, τηλεπαρουσιαστής, σπουδαίος φίλος, άνθρωπος της παρέας, ο Σάκης Μπουλάς, που σφράγισε με το χιούμορ, τον πληθωρικό του χαρακτήρα την ελληνική μουσική σκηνή αλλά και μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες, πάλεψε γενναία τον καρκίνο και επέμενε να δουλεύει μέχρι το τέλος.
«Γουστάρω να δουλέψω, κι ας με έχουν πεθάνει τέσσερις φορές…» είχε πει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις στα «ΝΕΑ».
Ο Σάκης Μπουλάς μπορεί να έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από τους κωμικούς ρόλους που ενσάρκωσε με επιτυχία αλλά με τη θητεία του στο τραγούδι και την φωνή του που ξεχώριζε είχε ήδη κερδίσει το δικό του κοινό.
Ένα μεγάλο ταλέντο στην υποκριτική και την μουσική, που συνδύαζε με μοναδικό τρόπο το θέατρο, τη μουσική και τη σάτιρα, έφυγε από τη ζωή μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο κι ας είχε να δώσει ακόμα τόσα πολλά.
Ο θάνατός του προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση και δέκα χρόνια μετά, κι αν τόσα ακόμα ή και περισσότερα περάσουν, δύσκολα θα ξεχαστεί.
Ο Σάκης Μπουλάς γεννήθηκε στο Κιλκίς στις 11 Μαρτίου 1954, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στον Πειραιά, απ’ όπου καταγόταν η οικογένειά του.
Πνεύμα ανήσυχο και καλλιτεχνικό επέλεξε το τραγούδι και την ηθοποιία, αντί τη δικηγορία που ήταν ο διακαής πόθος της οικογένειάς του.
Λάτρης του «ωραίου φύλου», δήλωνε κατ’ επανάληψη ότι δεν έκανε για σύζυγος, καθώς θεωρούσε τον εαυτό του «γεννημένο εργένη» και δεν ήθελε να αιχμαλωτίσει την ανεξαρτησία του, όπως έλεγε.
Ωστόσο ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας δύο φορές, αλλά οι γάμοι του κατέληξαν σε διαζύγια.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή τη δεκαετία του ‘70 από τα εναλλακτικά μουσικά στέκια.
Μαζί με τους Γιάννη Ζουγανέλη, Νικόλα Άσιμο, Θάνο Αδριανό και Περικλή Χαρβά, δημιούργησαν το πρώτο μουσικό καφενείο στην Ελλάδα με το όνομα «Σούσουρο», όπου για πρώτη φορά συνδυάστηκε η μουσική με το θέατρο και διάφορα δρώμενα.
Συνέχισε στο «Αχ Μαρία» στα Εξάρχεια, τη θρυλική σκηνή όπου για 10 χρόνια (1980-1990) λειτούργησε μια ανατρεπτική παρέα με τον ίδιο, τον Γιάννη Ζουγανέλη, τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, την Ισιδώρα Σιδέρη και τη Σοφία Βόσσου.
Είχε τραγουδήσει σε πολλές μουσικές σκηνές και συναυλίες και συνεργάστηκε για χρόνια με τους Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Γιάννη Ζουγανέλη, Τάνια Τσανακλίδου, Βλάση Μπονάτσο, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Αντώνη Μιτζέλο, Δημήτρη Σταρόβα αλλά και με τον Διονύση Σαββόπουλο.
Ως τραγουδιστής ο Σάκης Μπουλάς συμμετείχε σε πολλούς δίσκους όπως στους «Ανεπίδοτα Γράμματα» του Μιχάλη Γρηγορίου με την Αφροδίτη Μάνου, «Καντάτα για τη Μακρόνησο» – Θάνου Μικρούτσικου, «Λουκιανού διάλογοι» – Μίμη Πλέσσα, «Αχαρνής» του Διονύση Σαββόπουλου κ.ά.
Η προσωπική του δισκογραφία περιλαμβάνει πέντε δίσκους: «Μπουλάς – Ελλάς» με τις μεγάλες επιτυχίες «Μπανάκι Μανάκι» και «Το Φλασάκι» (1986), «Ας πρόσεχες (1987), «Ζαμανφού», (1992), «Έκθεση ιδεών» με τον Γιάννη Ζουγανέλη (2000), ενώ συνεργάστηκε με συνθέτες, όπως ο Μιχάλης Γρηγορίου «Ανεπίδοτα γράμματα», ο Θάνος Μικρούτσικος («Καντάτα για τη Μακρόνησο»), ο Μίμης Πλέσσας («Λουκιανού διάλογοι») και ο Διονύσης Σαββόπουλος «Αχαρνής».
Ως στιχουργός είχε γράψει στίχους για τραγούδια του Γιάννη Ζουγανέλη, του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα (Τερμίτες) κ.α. και σε πολλά τραγούδια που είχε ερμηνεύσει ο ίδιος.
Το 1976 είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο, ως αφηγητής στο ιστορικό ντοκιμαντέρ του Συμεών Καπετανάκη «Αρκάδι 1866» κι ένα χρόνο αργότερα πρωτοεμφανίστηκε στην τηλεόραση, στην κωμική σειρά της ΕΡΤ «Μια υπέροχη γλωσσού», σε σκηνοθεσία Μήτσου Λυγίζου και σενάριο Δημήτρη Ψαθά.
Άτομο με ιδιαίτερο χιούμορ, ο Σάκης Μπουλάς διακρίθηκε κυρίως σε κωμικούς ρόλους ως ηθοποιός. Στο θέατρο δεν πρόλαβε να παίξει, γιατί, όπως έλεγε, «θα το κάνω όταν μεγαλώσω»!
Στον κινηματογράφο έπαιξε σε ταινίες όπως: «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων» (1983), «Ντελίριο» (1983), «Η Αγάπη είναι ελέφαντας» (2000), «Λουκουμάδες με Μέλι» (2004) και «Ηθικόν Ακμαιότατον» (2005), «Μαφιόζοι στο Αιγαίο» (2008).
Στην τηλεόραση αγαπήθηκε ιδιαίτερα για τις ερμηνείες του σε τηλεοπτικές σειρές, όπως: «Κουφώματα» (ΕΡΤ, 1988), «Δέκα λεπτά κήρυγμα» (Mega, 2000), «Σαββατογεννημένες» (Mega, 2003) και «Πενήντα – Πενήντα» (Mega, 2005).
Κανείς δεν χορταίνει να βλέπει τον «άτακτο» Παύλο για την Ειρήνη, Παυλίτο για το «Μαράκι» στη σειρά «Πενήντα – Πενήντα».
Αδύνατον να ξεχάσει κανείς τον «στρίγγλο που έγινε αρνάκι» Σάββα Κατσίκη στις «Σαββατογεννημένες» ή τον πονηρό Μένιο στο «Η οικογένεια βλάπτει» και τον εναλλακτικό μπαμπά στο «Δέκα λεπτά κήρυγμα».
Άφησε το αποτύπωμά του και στην παρουσίαση τηλεπαιγνιδιών στη χρυσή εποχή τους, τη δεκαετία του ‘90 όπως στα: «Κάνε ό,τι Κάνω» και «Πάρτα Όλα».
Δεν το έβαλε ποτέ κάτω παρά το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε.
Μέχρι και λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του ήταν στη σκηνή. Εμφανιζόταν στην «Ακτή Πειραιώς», συμμετέχοντας στη μουσική παράσταση «ΓκαΓκαΝτίν: Οι γενναίοι της νύχτας», στο πλευρό του Διονύση Σαββόπουλου, του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και του Γιάννη Ζουγανέλη.
Διέκοψε τις εμφανίσεις του, όταν η υγεία του επιδεινώθηκε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διατηρούσε δεσμό με την ηθοποιό Αλεξάνδρα Ούστα.
Μπήκε στο νοσοκομείο «Υγεία», όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 21 Φεβρουαρίου 2014.