Σάββατο, 9 Νοε.
15oC Αθήνα

Κατίνα Παξινού: Η σπουδαία ηθοποιός και πρώτη Ελληνίδα που κέρδισε Όσκαρ

Κατίνα Παξινού: Η σπουδαία ηθοποιός και πρώτη Ελληνίδα που κέρδισε Όσκαρ
Photo Getty Images / Bettmann

Η Κατίνα Παξινού είναι η μεγαλύτερη Ελληνίδα ηθοποιός, ένα «ιερό τέρας» με μνημειώδεις ερμηνείες στο θέατρο, που έφτασε να κατακτήσει το Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ.

Η παγκοσμίου φήμης ελληνίδα Κατίνα Παξινού, παρότι υπήρξε μία τεράστια ηθοποιός του θεάτρου στην 45χρονη καριέρα της και μία πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα, ήταν και μία γυναίκα με ατελείωτες ιδιορρυθμίες, ανίκανες όμως να επισκιάσουν το πηγαίο ταλέντο της που την ταξίδεψε πέρα από τα σύνορα της χώρας για να γίνει η πρώτη μη Αμερικανή ηθοποιός που κέρδισε Όσκαρ.

Άνθρωπος καλόκαρδος και με χιούμορ έλεγαν όσοι ευτύχησαν να την γνωρίσουν από κοντά, παραμιλούσαν με το παίξιμό της όσοι είχαν την τύχη να τη δουν πάνω στη σκηνή. 

Η θρυλική Κατίνα Παξινού απέκτησε τη φήμη της στην Ελλάδα από τους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου, ενώ γνώρισε παγκόσμια αναγνώριση κι ας ήταν λιγοστές οι ταινίες που έπαιξε.

Είναι η πρώτη Ελληνίδα καλλιτέχνιδα που πήρε Όσκαρ, ενώ για πρώτη φορά απονεμήθηκε το συγκεκριμένο Όσκαρ σε μη Αμερικανό ηθοποιό.

Και τέλος είναι η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός που εμφανίστηκε στις σκηνές του Μπρόντγουεϊ παίρνοντας την αναγνώριση και την ώθηση για να παίξει σε σημαντικές ταινίες, σπουδαίων ξένων σκηνοθετών.

Από τον Πειραιά στο Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ

Η Κατίνα Παξινού γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά. Μοναχοκόρη πλούσιας οικογένειας, του αλευροβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου και της Ελένης Μαλανδρινού.

Λόγω του ζωηρού χαρακτήρα της, οι γονείς της την έστειλαν εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας, όπου σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης, αλλά και σε αντίστοιχες σχολές της Βιέννης και του Βερολίνου.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία, παντρεύτηκε τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό, με τον οποίο απέκτησαν δυο κόρες, την Έθελ και την Ιλεάνα. Δυστυχώς η μία πέθανε πολύ νωρίς, γεγονός που δεν ξεπέρασε ποτέ.

«Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα, θάβοντας αυτά τα παιδιά», θα έλεγε αργότερα.

Ο πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν αυτός της «Βεατρίκης», στην ομώνυμη όπερα, που έγραψε ειδικά για την Παξινού ο φημισμένος συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος. Το έργο ανέβηκε το 1920 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Για πρώτη φορά ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι στο Θέατρο Κοτοπούλη, στο έργο του Μπατάιγ «Γυμνή γυναίκα», που την καθιέρωσε ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων.

Το 1931 συνεργάστηκε με τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη με τον οποίο συνεργάστηκαν στο θίασο του Αλέξη Μινωτή. Η γνωριμία της με τον τελευταίο εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο έρωτα, για επισφραγιστεί και με έναν γάμο το 1940.

Εκείνες τις μαύρες εποχές θα φύγουν από την Ελλάδα και θα πάνε στην Αμερική.

Μετά από λαμπρές εμφανίσεις της στο Μπρόντγουεϊ, θα της δοθεί και η ευκαιρία να μπει στα κινηματογραφικά πλατό, τα οποία θα απογειώσουν τη φήμη της διεθνώς.

Στις κινηματογραφικές επιλογές της υπήρξε εκλεκτική, εξού και οι μόλις 11 ταινίες της.

Η Παξινού το 1943 έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην ταινία «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα;» βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και σε σκηνοθεσία Σαμ Γουντ.

Η Παξινού ερμήνευσε τη φημισμένη Ισπανίδα αντάρτισσα Πιλάρ ενάντια στους φασίστες του Φράνκο, έχοντας δίπλα της τους Γκάρι Κούπερ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν.

Η ταινία προτάθηκε για 9 Όσκαρ, αλλά τελικά θα κερδίσει μόνο ένα, αυτό του Β’ Γυναικείου Ρόλου με την Κατίνα Παξινού. Ήταν η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που τιμήθηκε με Όσκαρ, όπως και η πρώτη από την Ελλάδα.


Photo Getty Images / Bettmann

Λέγεται ότι όταν την πήραν τηλέφωνο από την Paramount και της πρότειναν τον ρόλο, νόμιζε ότι της έκαναν πλάκα. Την έπεισαν ότι μιλούν σοβαρά, της έστειλαν το σενάριο, το μελέτησε και τους απάντησε:

«Κατάγομαι από γενιές ανταρτών. Η γιαγιά μου έμαθε το αλφάβητο από έναν οπλαρχηγό των ανταρτών σε μια σπηλιά. Την ξέρω την Πιλάρ, την ξέρω καλά. Δέχομαι τον ρόλο, αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω». Το δέχτηκαν!

Οι ενδυματολόγοι της ταινίας της έφτιαξαν τα ρούχα του ρόλου και εκείνη μόλις τα είδε τα απέρριψε.

«Δεν είναι σωστά» τους είπε και τους καθοδήγησε η ίδια πώς θα φτιάξουν τα καινούρια, όπως ακριβώς τα ήθελε αυτή. Όταν άρχισαν τα γυρίσματα, είπε στον σκηνοθέτη:

«Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, παίζω τον ρόλο εξελικτικά και σε συνέχεια χρόνου. Το σπάσιμο σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα με αποδιοργανώνει».

Οι Αμερικανοί μπορεί να βλαστήμησαν για την επιλογή τους και για τις παραξενιές αυτής της θεότρελης Ελληνίδας, αλλά έφεραν ειδικά για αυτήν τρεις κάμερες για τα κοντινά, τα γενικά και τα υπόλοιπα πλάνα της!

Το 1947 βραβεύθηκε με το βραβείο Κοκτώ για το κινηματογραφικό έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».

Το 1955 είναι μία ακόμη χρονιά σταθμός για την κινηματογραφική της πορεία, καθώς θα παίξει ένα χαρακτηριστικό ρόλο στο εξαιρετικό φιλμ νουάρ «Ο Κύριος Αρκάντιν», μία παραλλαγή του «Πολίτη Κέιν», σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς.

Ωστόσο, η κορυφαία ερμηνευτική στιγμή της στο σινεμά θα σημειωθεί στο αριστουργηματικό δράμα του Λουκίνο Βισκόντι «Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του» το 1960, όταν η Παξινού θα ερμηνεύσει τη μάνα μιας οικογένειας που θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ιταλικό Νότο για τον πλούσιο Βορρά.

Δίπλα της πρωταγωνιστούν οι Αλέν Ντελόν, Κλάουντια Καρντινάλε, Ανί Ζιραρντό, Ρενάτο Σαλβατόρι, αλλά και ακόμη ένας Έλληνας, ο νεαρός Σπύρος Φωκάς.

Με τον Όρσον Γουέλς είχε συνεργαστεί και στη Δίκη (The Trial, 1962), αλλά η σκηνή στην οποία εμφανίστηκε η Παξινού τελικά κόπηκε. Και παρότι η σκηνή δεν υπάρχει στην τελική μορφή της ταινίας, η Ελληνίδα ηθοποιός αναφέρεται στους τίτλους.

Η Κατίνα Παξινού έγραψε επίσης και μουσική για την τραγωδία «Οιδίπους τύραννος».

Αν και στο Χόλιγουντ έκανε μεγάλη καριέρα, αρνιόταν πεισματικά να την μακιγιάρουν.

Θεωρούσε ότι το μακιγιάζ κατασκευάζει μια πλαστή και κυρίως ομοιόμορφη για όλες τις γυναίκες ομορφιά, και αυτή δεν την ήθελε. Το Χόλιγουντ δεχόταν όλα τα καπρίτσια της.

Η Παξινού είχε τόσο κακή σχέση με τα χρήματα, που η οικονομική κατάσταση του ζεύγους φλέρταρε μονίμως με την χρεωκοπία. Κατασπατάλησε την περιουσία της και τις τεράστιες απολαβές από τα θεατρικά και τα κινηματογραφικά της έργα, χωρίς ποτέ να μπορεί να καταλάβει πώς γινόταν. Ταυτόχρονα όμως βοηθούσε και ειδικά τους νέους ηθοποιούς. 

Λίγο πριν πεθάνει, ζήτησαν από τον Μινωτή να την επισκεφθούν στο νοσοκομείο τρεις σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Εκείνος αρχικά αρνήθηκε, αλλά αυτοί επέμεναν υπερβολικά μέχρι που ενέδωσε.

Τότε έμαθε ότι η Παξινού είχε δωρίσει τον μισθό της και τον μοιράζονταν τρεις άποροι νεαροί, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους.

Το γνώριζε μόνο ο γραμματέας της σχολής.

Το τελευταίο χειροκρότημα

Η Παξινού έπαιξε σε μια και μόνο ταινία ελληνικής παραγωγής, το 1969, στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γιώργου Σκαλενάκη, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέξη Πάρνη κι έτσι θα κλείσει την καριέρα της στο σινεμά.

Αν και ήδη έχει καρκίνο, θα ανταπεξέλθει στα γυρίσματα υπομένοντας τους πόνους της ασθένειάς της. 

Ο καρκίνος καλπάζουσας μορφής, θα την ταλαιπωρήσει μέχρι το τέλος της ζωής της, ενώ λίγο πριν φτάσει το μοιραίο, θα πρωταγωνιστήσει στο θέατρο και στο συμβολικό έργο «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ.

Έπρεπε να κάνει κουράγιο για να βγαίνει κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα βαρύ κάρο, υπομένοντας ατελείωτους πόνους.

Η τελευταία της εμφάνιση ήταν το καλοκαίρι του 1972, όχι πάνω στη σκηνή, αλλά μπαίνοντας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου δοξάστηκε όσο καμία, για να παρακολουθήσει την τελευταία παράσταση της ζωής της.

Το κοινό την χειροκροτούσε όρθιο για ώρα. Το ατελείωτο χειροκρότημα ήταν το καλύτερο αντίο για μία σπουδαία ηθοποιό. 

Στις 22 Φεβρουαρίου του 1973, η Κατίνα Παξινού θα φύγει για πάντα σε ηλικία 73 ετών.

Lifestyle Τελευταίες ειδήσεις