«Μία φορά εθελοντικής αιμοδοσίας δεν είναι αρκετή. Ειδικά μετά από το καλοκαίρι και τις γιορτές, η εισροή αίματος είναι περίπου τρεις φορές μικρότερη από τα κανονικά επίπεδα» αναφέρει στο newsit.gr ο Πρόεδρος στο Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας, Παναγιώτης Κατσίβελας.
Το έργο της εθελοντικής αιμοδοσίας έχει εξελιχθεί σε δύσκολη εξίσωση, αλλά τα δείγματα είναι θετικά, καθώς -όπως εξηγεί ο κ. Κατσίβελας- «προσπαθούμε πάρα πολύ να ενημερώνουμε τον κόσμο και να φέρουμε ακόμα περισσότερους στην αιμοδοσία. Υπάρχουν ελπιδοφόρες ενδείξεις, πλην όμως δεν έχουμε καταφέρει να καλύπτουμε στο 100% τις ανάγκες της χώρας από εθελοντικό αίμα. Πριν την πανδημία το ποσοστό του εθελοντικού αίματος ήταν στο 62%, το 2023 ανέβηκε κάπου κοντά στο 70%».
Το μεγάλο πρόβλημα της χώρας, όπως λέει, είναι «ότι υστερεί στην συλλογή αίματος σε περιόδους διακοπών και κατά συνέπεια υπάρχει έλλειψη κυρίως μετά το καλοκαίρι, τον 15αύγουστο γιατί επί δύο μήνες η συλλογή του αίματος είναι μικρότερη από τις ανάγκες της χώρας και όσο και να υπερμαζέψουμε το προηγούμενο χρονικό διάστημα , επειδή το αίμα έχει περιορισμένο χρόνο ζωής είναι φυσικό επόμενο τον 15αύγουστο να τρέχουμε πίσω από τις ανάγκες και γίνεται μία μεγάλη προσπάθεια να καλύψουμε τις ανάγκες. Η χώρα μας χρειάζεται γύρω στις 550.000 μονάδες το χρόνο. Δηλαδή περίπου 45.000 τον μήνα και 1.500 μονάδες την ημέρα. Από αυτές τις 550.000, τις 20.000 τις παίρνουμε από τον ελβετικό Ερυθρό Σταυρό για τους ανθρώπους με μεσογειακή αναιμία, οι οποίοι χρειάζονται τον χρόνο 100.000 μονάδες, δηλαδή το συμπληρώνουμε από την δική μας συλλογή με 80.000 μονάδες».
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του ΕΚΕΑ (Εθελοντικού Κέντρου Αιμοδοσίας), η πραγματικότητα είναι ότι «από τις 530.000 περίπου που απομένουν τις 388.000 τις μαζεύουμε από εθελοντές αιμοδότες. Αυτός ο αριθμός δεν είναι λίγος και τις υπόλοιπες μονάδες τις παίρνουμε από το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον. Αυτό προσπαθούμε, να έρχεται η κοινωνία αρωγός στους ανθρώπους και όχι τελευταία στιγμή να τρέχει το συγγενικό περιβάλλον να βρουν αίμα».
Υπάρχουν βέβαια περιορισμοί ως προς το πόσες φορές ένας εθελοντής να δώσει αίμα. «Το μειονέκτημα είναι ότι ο κάθε άντρας μπορεί να δίνει αίμα τέσσερις φορές το χρόνο, και η γυναίκα τρεις φορές το χρόνο. Το μειονέκτημα με την Ελλάδα είναι ότι ο κάθε εθελοντής αιμοδότης κατά μέσο όρο δίνει το χρόνο 1,3 μονάδες. Εκεί δημιουργείται το πρόβλημα. Έχουμε γύρω στις 260.000 ενεργούς αιμοδότες».
Σε αυτό το σημείο ο κ. Κατσίβελας τονίζει, μιλώντας στο newsit.gr ότι «εάν καταφέρουμε αυτούς τους ανθρώπους να δίνουν δύο φορές αίμα το χρόνο, τότε θα έχουμε φτάσει κοντά στην λύση του προβλήματος. Εκεί θα έχουν μαζευτεί 520.000 μονάδες από τους εθελοντές αιμοδότες ενώ τώρα μαζεύουμε 336.000. Έχουμε τα εργαλεία, αλλά δεν έχουμε καταφέρει να εμπεδώσουμε συνείδηση στον εθελοντή αιμοδότη ότι μία φορά δεν είναι αρκετή. Έχουμε συνήθως εθελοντές της μίας φοράς. Κυρίως ειδικά όταν ακούμε για την τραγωδία στο Μάτι, στα Τέμπη, εκεί τρέχει όλος ο κόσμος, αλλά δεν είναι λύση του προβλήματος».
Το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας κάνει μία μεγάλη προσπάθεια διαχρονικά προκειμένου να αλλάξει «τη νοοτροπία του κόσμου, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει από την μία στιγμή στην άλλη. Μας δίνει ελπίδα για καλύτερο αποτέλεσμα, όταν βλέπουμε την βελτίωση που υπάρχει στην εισροή αίματος. Αυτό που θεωρώ απαραίτητο να γίνει είναι τους κρίσιμους μήνες που υστερούμε (μετά από γιορτές). Πχ. Ενώ έχουμε ανάγκη 1.500 μονάδες την ημέρα μεσοσταθμικά, την περίοδο του τετραήμερου από την Παραμονή Χριστουγέννων μέχρι και την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων μαζέψαμε μόνο 600 μονάδες αίματος. Αμέσως δημιουργείται ένα έλλειμμα γύρω στις 4.000 μονάδες. Στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών μας δημιούργησε ένα έλλειμμα γύρω στις 3.000 μονάδες».
Όσον αφορά στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις συγκεκριμένες κρίσιμες περιόδους, ο κ. Κατσίβελας αναφέρει «προσπαθούμε να έχουμε υπερκαλύψει τις ανάγκες των γιορτών ώστε να λειτουργεί όλο το σύστημα». Μάλιστα δείχνει το αποτύπωμα στην εθελοντική αιμοδοσία, κάνοντας την σύνδεση με τον μεγάλο καύσωνα του καλοκαιριού και τις καταστροφικές πλημμύρες στην Θεσσαλία. «Ο καύσωνας αυτός των 20 ημερών που είχαμε το καλοκαίρι, όλα τα ΜΜΕ προειδοποιούσαν τον κόσμο να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους. Στην αιμοδοσία μας δημιούργησε αρνητικό ισοζύγιο. Και οι πλημμύρες στην Θεσσαλία εκτός από τις μεγάλες καταστροφές και απώλειες, για πάνω από ένα μήνα το 1/12 του πληθυσμού βγήκε εκτός αιμοδοσίας».
Τα στοιχεία τουλάχιστον των τριών τελευταίων ετών είναι αισιόδοξα, ωστόσο “αγκάθι” παραμένει η περίοδος των εορτών και του καλοκαιριού. «Ο μέσος όρος εισροής αίματος το 2021 ήταν 41.000 μονάδες τον μήνα, το ’22 ήταν 45.000, ενώ το 2023 είχαμε 46.700 μονάδες τον μήνα. Είχαμε δηλαδή αύξηση και βελτίωση αλλά δεν έχουμε καταφέρει να έχουμε και τους καλοκαιρινούς μήνες 45.000, φτάνει στις 36.000».
Στο πρώτο ανάλογο διάγραμμα με τις γραμμές τάσης βλέπετε την βελτίωση που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια
Το δεύτερο διάγραμμα με την συλλογή αίματος ανά και χρόνο και μήνα έχει και το 2024
Ο πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας είναι σαφής ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίσουν και άλλους εθελοντές αιμοδότες. «Πρέπει να κάνει μεγάλη καμπάνια το υπουργείο. Προσπαθούμε με το κοινωνικό ενδιαφέρον όλων των ΜΜΕ αλλά όταν θες να κάνεις κάτι μεγάλο κάνεις μια κεντρική καμπάνια από το υπουργείο Υγείας που να έχει αυτή την κατεύθυνση». Προσθέτει μάλιστα ότι «μία αιμοδοσία μέσα στον δήμο με τους εργαζόμενους, δεν φέρνει την λύση θα πρέπει να μιλήσουν στην κοινωνία τους, στους δημότες του».
Πάντως, το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας βρίσκεται σε άρρηκτη επικοινωνία και συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας και ήδη όπως αναφέρει στο newsit.gr, ο Παναγιώτης Κατσίβελας ερευνούν τις καλύτερες μεθόδους, προκειμένου να επιτύχουν τον μεγαλεπήβολο στόχο , ο οποίος είναι η κάλυψη του συνόλου των αναγκών, μέσω μόνο της εθελοντικής αιμοδοσίας. «Είμαστε σε φάση επεξεργασίας στρατηγικών με το Υπουργείο, τον μήνα Ιούλιο-Ιούλιο, να ορίσουμε έναν μήνα αιμοδοσίας ώστε να μπορέσουμε να μαζέψουμε πολύ περισσότερο αίμα και να πηγαίνουν καλύτερα τα πράγματα. Το ΕΚΕΑ κάνουν δράσεις και ενημέρωση στα σχολεία αλλά αυτές οι στρατηγικές και δράσεις θα έχουν αποτέλεσμα μετά από 10-15 χρόνια, ενώ το πρόβλημά μας είναι σημερινό».