Το ρεκόρ υψηλών επιτοκίων και πληθωρισμού που σημειώθηκε το 2023 προκάλεσε αναταραχές στο ευρωπαϊκό real estate, με τους όγκους των επενδύσεων για τα ακίνητα, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της Savills, να φτάνουν τα 149 δισ. ευρώ, δηλαδή να είναι κατά 50% μειωμένοι σε σχέση με το 2022.
Αυτή η πτώση ήταν γενικευμένη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, εκτός της Ελλάδας, η οποία σημείωσε άνοδο στις επενδύσεις στα εμπορικά ακίνητα λόγω μια σειράς συμφωνιών και ειδικότερα του Project Skyline. Το Project Skyline που αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2024, αφορά την αξιοποίηση ενός χαρτοφυλακίου αποτελούμενου από 573 ακίνητα του ομίλου της Alpha Bank, αξίας 440 εκατ. ευρώ.
Το μεγαλύτερο μέρος των ακινήτων αναμένεται να πωληθεί και με βάση το σχέδιο που έχει εκπονηθεί, υπολογίζεται ότι από τις πωλήσεις αυτές θα αντληθούν συνολικά έσοδα της τάξεως των 240 εκατ. ευρώ. Στο σχετικό project συμμετέχει η Alpha Bank, η οποία θα διατηρήσει το 35% του νέου φορέα που θα δημιουργηθεί, ενώ τα υπόλοιπα ποσοστά θα κατέχουν η Dimand, η Premia και η EBRD.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι συναλλαγές σε όλους τους τομείς του real estate, σημείωσαν πτώση και ειδικότερα ο τομέας των γραφείων. Λιγότερο επηρεάστηκαν οι κατοικίες, τα ξενοδοχεία και το λιανικό εμπόριο. Σήμερα, το ενδιαφέρον των επενδυτών στρέφεται πλέον στην αναμενόμενη πρώτη μείωση των επιτοκίων. Σύμφωνα με την Capital Economics, προβλέπεται μείωση κατά 25 μονάδες βάσης το δεύτερο τρίμηνο του 2024.
Επιπλέον, καθώς το χάσμα μεταξύ των προσδοκιών των πωλητών και των αγοραστών για τις τιμές αρχίζει να μειώνεται, η έρευνα της Savills, υποστηρίζει ότι θα υπάρξει μια σταδιακή αναζωογόνηση της επενδυτικής δραστηριότητας η οποία θα σημειώσει άνοδο κατά 20% ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 2024. Η αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να είναι πιο έντονη σε περιοχές όπου οι διορθώσεις τιμών ήταν σημαντικές.
Η πορεία των διασυνοριακών επενδύσεων
Σε ό,τι αφορά τις παγκόσμιες διασυνοριακές επενδύσεις στα ακίνητα, όπως σημειώνει η έρευνα της Savills, καταγράφουν πτώση στο σύνολο τους κατά 40%. Ωστόσο, η περιοχή EMEA (Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική) επλήγη περισσότερο, σημειώνοντας πτώση 59%, οι ΗΠΑ κατέγραψαν πτώση 56% και η Ασία είχε ελάχιστες απώλειες στις επενδύσεις, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητά της.
Πέρυσι, μάλιστα σημειώθηκε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στις τάσεις των διασυνοριακών επενδύσεων στην Ευρώπη, με τα logistics να βρίσκονται στο επίκεντρο, αποτελώντας τον πρωταρχικό στόχο των επενδυτών και καταλαμβάνοντας το 27% του συνολικού όγκου. Η ισχυρή δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα ήταν ιδιαίτερα εμφανής στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Σουηδία.
Ακολουθώντας από κοντά, τα γραφεία εξασφάλισαν το δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο των διασυνοριακών επενδύσεων, κατέχοντας ένα μερίδιο αγοράς της τάξεως του 20%. Ωστόσο, ο τομέας σημείωσε σημαντική πτώση, η οποία έφτασε και 71% σε σύγκριση με τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών, λόγω της έντονης αποστροφής των Αμερικανών επενδυτών στους χώρους γραφείων.
Οι κατοικίες έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο, αντιπροσωπεύοντας το 20% των ευρωπαϊκών διασυνοριακών επενδύσεων, λόγω μεγάλων συναλλαγών χαρτοφυλακίου και αυξημένης δραστηριότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ισπανία και τη Δανία. Το λιανικό εμπόριο διεκδίκησε ένα μερίδιο 15% του διασυνοριακού επενδυτικού όγκου, που χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα από το αυξημένο ενδιαφέρον για εμπορικούς δρόμους, αστικά εμπορικά κέντρα και αποθήκες λιανικής πώλησης.
Ακόμη, παρά τη μείωση κατά 39% σε σύγκριση με τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών, τα ξενοδοχεία αποδείχθηκαν ο πιο ανθεκτικός τομέας, αντιπροσωπεύοντας το 9% του συνολικού διασυνοριακού όγκου. Αυτή η μείωση ήταν η μικρότερη σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, αποδιδόμενη εν μέρει στην αναβίωση της τουριστικής δραστηριότητας. Οι χώρες Ισπανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Πορτογαλία αλλά και η Ελλάδα ήταν οι μεγαλύτεροι αποδέκτες διασυνοριακών επενδύσεων στον ξενοδοχειακό κλάδο.