Μπορεί η επικρατούσα άποψη στην κυβέρνηση, αλλά και την κοινωνία να είναι πως ο πληθωρισμός είναι «εισαγόμενος» -δηλαδή προήλθε από την εκτίναξη των διεθνών τιμών ενέργειας μετά την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία- αλλά υπάρχουν και ορισμένοι «εθνικοί» λόγοι για την ακρίβεια στα τρόφιμα.
Ένας από αυτούς τους «εθνικούς» λόγους του υψηλού πληθωρισμού των τροφίμων είναι ο χαμηλός -σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα πχ τη Γερμανία- τζίρος στο λιανεμπόριο τροφίμων (πχ σουπερμάρκετ) ανά τετραγωνικό μέτρο επιχείρησης.
Πηγές του newsit.gr στο Υπουργείο Ανάπτυξης καταδεικνύουν το παραπάνω λόγο ως ένα από εκείνο που κρατάει τις τιμές ψηλά στα τρόφιμα στην Ελλάδα, αν και δεν μπορεί να «μετρηθεί» το ποσοστό της επιβάρυνσης του στο καλάθι της νοικοκυράς.
Στο ερώτημα γιατί ο συγκεκριμένος δείκτης (δηλαδή ο τζίρος ανά τετραγωνικό μέτρο) είναι χαμηλός στην Ελλάδα, οι ίδιες πηγές απαντούν πως ο ρυθμός ανάπτυξης της χωρητικότητας των επιχειρήσεων του λιανεμπορίου τροφίμων τα τελευταία χρόνια ήταν μεγαλύτερος από το ρυθμό ανάπτυξης των κερδών τους.
Έτσι η διατήρηση της υψηλότερης δυνατής κερδοφορίας από πλευράς των επιχειρήσεων λιανικής εμπορίας τροφίμων αποτελεί ένα ακόμη λόγο (δηλαδή πέραν της αύξησης του ενεργειακού κόστους κ.λ.π.) διατήρησης των τιμών τους σε υψηλό επίπεδο.
Η σημαντική αύξηση της χωρητικότητας των επιχειρήσεων λιανεμπορίου τροφίμων, μέσα από το άνοιγμα νέων υποκαταστημάτων (προπαντός μικρών) ιδίως μετά την πανδημία χρηματοδοτήθηκε (και) από τη μεγάλη αύξηση των κερδών κατά την περίοδο αυτή και βασίστηκε στην παραδοσιακή καταναλωτική τάση των Ελλήνων να ψωνίζουν από τη γειτονιά τους, τονίζουν οι ίδιες πηγές του newsit.gr από το Υπουργείο Ανάπτυξης.
Αν και μακροπρόθεσμα η αύξηση η οποία έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στη χωρητικότητα των λιανεμπορικών επιχειρήσεων τροφίμων σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού θα μπορούσε να ρίξει τις τιμές των τροφίμων, βραχυπρόθεσμα αποτελεί παράγοντα διατήρηση των τιμών ψηλά λόγω των υψηλών λειτουργικών εξόδων των μικρών υποκαταστημάτων των λόγω επιχειρήσεων.