Έγραψε δικαστική ιστορία και αθωώθηκε για τη δολοφονία της πρώην συζύγου του και του φίλου της αν και τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν αδιάσειστα. Ο Ο. J. Simpson χάρισε στον κόσμο τη «δίκη του αιώνα» και μια αστυνομική καταδίωξη που παρακολούθησε όλη η Αμερική.
Ο O. J. Simpson πέθανε την Τετάρτη (10.04.2024) σε ηλικία 76 χρονών από καρκίνο, περιτριγυρισμένος από τα παιδιά και τα εγγόνια του στο σπίτι του στο Λας Βέγκας αλλά δεν ξέφυγε από τη φήμη του που είχε καταστραφεί διά παντός.
Αυτό δεν πρόσφερε μεγάλη ικανοποίηση σε όσους πίστευαν ότι θα έπρεπε να είχε πεθάνει περιτριγυρισμένος από δεσμοφύλακες να παρακολουθούν την εκτέλεσή του για τις άγριες μαχαιριές το 1994 στο Λος Άντζελες που άφησαν νεκρούς την πρώην σύζυγό του Νικόλ Μπράουν Σίμπσον και τον φίλο της Ρον Γκόλντμαν.
Η δίκη του – και η συγκλονιστική αθώωσή του – καθήλωσε την Αμερική, προσελκύοντας ένα από τα μεγαλύτερα ακροατήρια στην ιστορία της τηλεόρασης. Μετά την πριγκίπισσα Νταϊάνα, ο Simpson, έγινε ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα στον κόσμο.
Αργότερα κρίθηκε υπεύθυνος για τους θανάτους τους σε αστική δίκη που κινήθηκε από τις οικογένειες των θυμάτων και καταδικάστηκε να καταβάλει αποζημίωση 33,5 εκατομμυρίων δολαρίων, αν και δύσκολα θα έδινε κάτι από αυτά.
Αντ’ αυτού μετακόμισε στη Φλόριντα, όπου αφού δυσκολεύτηκε να αντιμετωπίσει το καθεστώς του παρία, στράφηκε στο έγκλημα και τελικά εξέτισε ποινή φυλάκισης για απαγωγή και ένοπλη ληστεία.
Το 2006, ξεχείλισε την οργή πολλών για την αθώωσή του – η οποία αγνόησε ένα βουνό αποδεικτικών στοιχείων – γράφοντας ένα βιβλίο, με τίτλο «If I Did It: Εξομολογήσεις του δολοφόνου».
Παρά το γεγονός ότι ισχυριζόταν ότι ήταν μια «υποθετική περιγραφή» των δολοφονιών που αρνιόταν, φαινόταν να είναι μια ξεδιάντροπη ομολογία των εγκλημάτων του.
Όσον αφορά την υγεία του, φαίνεται ότι ο Simpson δεν αγαπούσε την αλήθεια μέχρι το πικρό τέλος.
Τον Φεβρουάριο, διέψευσε ένα ρεπορτάζ τοπικού ειδησεογραφικού σταθμού του Λας Βέγκας ότι είχε διαγνωστεί με καρκίνο του προστάτη και υποβαλλόταν σε χημειοθεραπεία. Τράβηξε μάλιστα ένα βίντεο μέσα από το αυτοκίνητό του στο οποίο γελούσε και έλεγε:
«Όχι, δεν είμαι καν στο νοσοκομείο. Δεν ξέρω ποιος το έβγαλε αυτό προς τα έξω».
Η είδηση του θανάτου του οδήγησε αναπόφευκτα τους Αμερικανούς πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και σε μια δίκη ενός από τους μεγαλύτερους μαύρους σταρ της χώρας για τη δολοφονία δύο λευκών ανθρώπων.
Ο O . J. Simpson κρίθηκε αθώος μετά από μία από τις μεγαλύτερες δίκες στη νομική ιστορία των ΗΠΑ από ένα σώμα ενόρκων, το οποίο αποτελούνταν κατά τα ¾ από μαύρους και προερχόταν από μια κοινότητα που έβραζε για την αθώωση των αστυνομικών του Λος Άντζελες που εμπλέκονταν στον άγριο ξυλοδαρμό, το 1991, ενός Αφροαμερικανού, του Ρόντνεϊ Κινγκ.
Ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των λευκών Αμερικανών πίστευε πάντα ότι ο Simpson ήταν ένοχος, το 69% των μαύρων Αμερικανών τον θεωρούσε αθώο θύμα του ρατσισμού. Ακόμη και σήμερα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι περίπου οι μισοί εξακολουθούν να το πιστεύουν αυτό.
Η τεράστια δημοφιλία του ως μαύρου προτύπου – που φαινόταν να έχει υπερβεί το φυλετικό χάσμα της Αμερικής – εξηγεί σε κάποιο βαθμό τις εξαιρετικά αντίθετες στάσεις απέναντί του.
Τα φτωχά παιδικά χρόνια, ο πατέρας του που πέθανε από AIDS και ο θάνατος της 2χρονης κόρης του
Παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας, μεγάλωσε σε ένα ζοφερό συγκρότημα κατοικιών στο Σαν Φρανσίσκο, τόσο φτωχό που εμφάνισε ραχίτιδα και έπρεπε να φοράει σιδερένια σιδεράκια στα κοκαλιάρικα πόδια του.
Ο πατέρας του φέρεται να ήταν γνωστός drag queen, ο οποίος αργότερα ανακοίνωσε ότι ήταν ομοφυλόφιλος και πέθανε από AIDS.
Ο O. J. Simpson κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο διάσημους παίκτες του αμερικανικού ποδοσφαίρου της χώρας.
Το 1973, όταν ήταν αστέρι της ομάδας Buffalo Bills, ανακηρύχθηκε πολυτιμότερος παίκτης του NFL.
Συμπλήρωσε την περιουσία του ως ηθοποιός σε ταινίες του Χόλιγουντ, όπως το «The Towering Inferno» και το «Capricorn One», σε τηλεοπτικές εκπομπές και σε διαφημίσεις, καθώς και σε προσοδοφόρες συμφωνίες χορηγίας.
Ωστόσο, η ιδιωτική του ζωή ήταν λιγότερο λαμπερή – απέκτησε τρία παιδιά με τη Μαργκερίτ, την αγαπημένη του από το γυμνάσιο που έγινε η πρώτη του σύζυγος.
Το μικρότερο παιδί του, μια κόρη, πνίγηκε στην πισίνα της οικογένειας σε ηλικία μόλις δύο ετών, σύμφωνα με την Dailymail.
Οι εκρήξεις βίας και η διπλή δολοφονία
Ενώ ήταν ακόμα παντρεμένος με τη Μαργκερίτ, γνώρισε την εντυπωσιακή Νικόλ Σίμπσον το 1977, όταν εκείνη σέρβιρε σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης στο Μπεβερλι Χιλς και ξεκίνησαν σχέση. Χώρισε και παντρεύτηκε τη Νικόλ το 1985, πέντε χρόνια αφότου είχε αποσυρθεί από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Ο γάμος διήρκεσε μόνο επτά χρόνια – κατά τη διάρκεια των οποίων απέκτησαν δύο παιδιά.
Η Νικόλ παραπονιόταν για τις εκρήξεις ζήλιας του και καλούσε επανειλημμένα την αστυνομία για να πει ότι τη χτύπησε. Μετά από ένα ιδιαίτερα σοβαρό περιστατικό την Πρωτοχρονιά του 1989, την βρήκαν βαριά χτυπημένη και ημίγυμνη, να κρύβεται στους θάμνους έξω από το σπίτι τους και να κλαίει με λυγμούς, λέγοντας ότι επρόκειτο να τη σκοτώσει.
Ο Simpson, αν και καταδικάστηκε για συζυγική κακοποίηση, αφέθηκε ελεύθερος με πρόστιμο και αναστολή. Οι βίαιες αντιπαραθέσεις συνεχίστηκαν ακόμη και μετά το διαζύγιό τους το 1992.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 12 Ιουνίου 1994, η Νικόλ – τότε 35 ετών – και ο φίλος της Γκόλντμαν, 25 ετών, δέχθηκαν επίθεση έξω από το σπίτι της. Η ίδια σχεδόν αποκεφαλίστηκε με μαχαίρι, ενώ ο φίλος της μαχαιρώθηκε επίσης άγρια.
Το φονικό όπλο δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά η αστυνομία ανακάλυψε ένα ματωμένο γάντι του γκολφ – ο 46χρονος Simpson ήταν φανατικός παίκτης του γκολφ – στη σκηνή του εγκλήματος και διάφορα στοιχεία, όπως μαλλιά, αίμα και ίνες που έδειξαν στους ερευνητές τον διαβόητα οξύθυμο πρώην σύζυγο της.
Η αστυνομία βρήκε επίσης αίμα στο αυτοκίνητό του και ανακάλυψε ένα γάντι – επίσης καλυμμένο με αίμα – στο σπίτι του που ταίριαζε με αυτό που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος.
Ο Simpson παρέστη στην κηδεία της πρώην συζύγου του με τα δύο μικρά παιδιά τους, αλλά πέντε ημέρες αργότερα κατηγορήθηκε για τους φόνους.
Έφυγε τρέχοντας με το λευκό Ford Bronco SUV του, με έναν φίλο και πρώην συμπαίκτη του ονόματι Al Cowlings να οδηγεί, ενώ ο Simpson καθόταν στο πίσω κάθισμα, σημαδεύοντας με όπλο το κεφάλι του και παίρνοντας όρκο ότι θα αυτοκτονήσει.
Η οδυνηρά αργή, 60 μιλίων καταδίωξη κατά μήκος των αυτοκινητοδρόμων της νότιας Καλιφόρνιας που ακολούθησε, καθώς τον ακολουθούσε μια φάλαγγα αστυνομικών αυτοκινήτων, καταγράφηκε από ψηλά από τα ελικόπτερα των ειδήσεων.
Τα τηλεοπτικά δίκτυα ακύρωσαν το συνηθισμένο τους πρόγραμμα στην prime time, καθώς περισσότεροι από 95 εκατομμύρια Αμερικανοί συντονίστηκαν για να παρακολουθήσουν το 90λεπτο δράμα.
Οι γέφυρες των αυτοκινητοδρόμων γέμισαν από θεατές που πήγαν να παρακολουθήσουν το δρώμενο. Δεν έγινε καμία προσπάθεια να σταματήσει το αυτοκίνητο του και τελικά επέστρεψε στο σπίτι του, όπου και συνελήφθη.
Η 11 μηνών δίκη του διήρκεσε από τον Νοέμβριο του 1994 έως τον Οκτώβριο του 1995 και έκανε όχι μόνο τις ΗΠΑ αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο να παραμιλάει, καθώς ο Simpson ξόδεψε πολλά χρήματα σε μια dream team ισχυρών δικηγόρων, μεταξύ των οποίων ο συνήγορος υπεράσπισής του Ρόμπερτ Καρντάσιαν (σσ πατέρας της Κιμ Καρντάσιαν) και ο Τζόνι Λι Κόχραν.
Οι εισαγγελείς είχαν αδιάσειστα στοιχεία που συνέδεαν τα πάντα, από αίμα και τρίχες μέχρι αποτυπώματα παπουτσιών και κλωστές χαλιού που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος.
Τα τεστ DNA επιβεβαίωσαν ότι το ματωμένο γάντι του γκολφ που βρέθηκε στο σπίτι του. Ταίριαζε με εκείνο που έμεινε στον τόπο του εγκλήματος.
Οι εισαγγελείς παρουσίασαν έναν κατάλογο με 62 περιστατικά στα οποία ο Simpson φέρεται να είχε βιαιοπραγήσει εναντίον της πρώην συζύγου του.
Η υπεράσπιση, ωστόσο, έπαιξε πολύ στο ότι επρόκειτο για μια δίωξη με ρατσιστικά κίνητρα και κατάφερε να αναδείξει το ιστορικό ρατσιστικών σχολίων ενός από τους αστυνομικούς ερευνητές, του Mark Fuhrman. Υποστήριξε – χωρίς αποδείξεις – ότι ο ντετέκτιβ είχε τοποθετήσει το δεύτερο γάντι.
Προέκυψε επίσης ότι φωτογραφικά στοιχεία είχαν χαθεί, ενώ το DNA είχε συλλεχθεί και αποθηκευτεί με ακατάλληλο τρόπο.
Η αστυνομία παραδέχθηκε ότι μπήκε στο σπίτι του πρώην αστέρα του NFL και βρήκε το χαμένο γάντι του γκολφ χωρίς ένταλμα έρευνας.
Η ομάδα του Simpson βοηθήθηκε επίσης απροσμέτρητα όταν ζητήθηκε από την εισαγγελία να δοκιμάσει τα γάντια του γκολφ και ο Σίμπσον δυσκολεύτηκε να το κάνει, καθώς ήταν προφανώς πολύ μικρά.
«Αν το γάντι δεν ταιριάζει, πρέπει να αθωωθεί», είπε αξιομνημόνευτα ο συνήγορος υπεράσπισης Κόχραν στους ενόρκους.
Και το έκαναν, συζητώντας για μόλις τρεις ώρες πριν η δίκη λήξει με την ετυμηγορία της αθωότητας. Η ετυμηγορία αναμενόταν με τόση ανυπομονησία που ο πρόεδρος Κλίντον έφυγε από το Οβάλ Γραφείο για να την παρακολουθήσει με τις γραμματείς του.
Ο Simpson το γιόρτασε διοργανώνοντας ένα πάρτι στην έπαυλή του, όπου ο ίδιος και οι καλεσμένοι του κατανάλωσαν 40 κιβώτια σαμπάνιας.
«Δεν νομίζω ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί πιστεύουν ότι το έκανα», δήλωσε μια εβδομάδα αργότερα. «Έχω λάβει χιλιάδες γράμματα και τηλεγραφήματα από ανθρώπους που με υποστηρίζουν».
Μετακόμισε το 2000 με τα παιδιά του στη Φλόριντα, όπου ο νόμος της πολιτείας απέτρεψε την κατάσχεση του σπιτιού του και του εισοδήματος από τη σύνταξή του για να πληρώσει την αποζημίωση των 33,5 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ο Simpson βγήκε σε πρόωρη συνταξιοδότηση, έπαιζε γκολφ και ζούσε από μια σύνταξη που υπολογίζεται σε περίπου 400.000 δολάρια ετησίως.
Αλλά δεν ξέφυγε από περαιτέρω διαμάχες.
Το 2006, μηνύθηκε από τον Φρεντ Γκόλντμαν, τον πατέρα του Ρόναλντ Γκόλντμαν, ο οποίος υποστήριξε ότι η συμφωνία για το βιβλίο και την τηλεόραση για την «υποθετική» εξήγηση της δολοφονίας του (με τίτλο “Αν το έκανα εγώ”), η οποία συνοδεύτηκε από προκαταβολή 1 εκατομμυρίου δολαρίων, εξαπάτησε τις οικογένειες από τις αποζημιώσεις που τους οφείλονταν.
Το 2008, βρέθηκε και πάλι στο δικαστήριο. Αυτή τη φορά, κατηγορήθηκε ότι οδήγησε πέντε γνωστούς του, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν καταδικασμένοι εγκληματίες και δύο οπλισμένοι με όπλα, να κλέψουν αθλητικά αναμνηστικά από δύο εμπόρους.
Ο Simpson ισχυρίστηκε ότι ανακτούσε μόνο αντικείμενα που του είχαν κλαπεί, αλλά οι ένορκοι τον καταδίκασαν για ένοπλη ληστεία, απαγωγή και άλλα εγκλήματα, αφού δύο από τους συνεργούς του κατέθεσαν ότι τους είχε πει να φέρουν όπλα.
Έως την ηλικία των 61 ετών, εξέτισε εννέα χρόνια σε μια απομακρυσμένη φυλακή στη βόρεια Νεβάδα, ενώ για λίγο έγινε ο επιστάτης του γυμναστηρίου.
Αποφυλακίστηκε με αναστολή το 2017, επέστρεψε στη Φλόριντα, αλλά απελευθερώθηκε πλήρως από τους περιορισμούς στις μετακινήσεις του μόλις το 2021.
Στη συνέχεια μετακόμισε στο Λας Βέγκας, όπου ζούσε στο εξοχικό σπίτι ενός πλούσιου φίλου του.
Όμως δεν ξέφυγε ποτέ από τη φήμη του διπλού αυτού φόνου. Περίπου 50 βιβλία έχουν γραφτεί για το σκάνδαλο και μόνο το 2016, η ιστορία αναδιηγήθηκε σε δύο τηλεοπτικές σειρές – μια δραματοποίηση της δίκης στο «The People v. O.J. Simpson» και στο «O.J.: Made In America», μια σειρά ντοκιμαντέρ πέντε τμημάτων.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι, όπως και άλλοι πρώην βετεράνοι του αμερικανικού ποδοσφαίρου, οι βίαιες τάσεις του Simpson είχαν τις ρίζες τους σε κάποια εγκεφαλική ζημιά που μπορεί να είχε υποστεί παίζοντας.
Ο ίδιος πάντως φαινόταν να πιστεύει ότι είχε αλλάξει ριζικά με την πάροδο του χρόνου. Την ημέρα που διέφυγε τη σύλληψη με το Ford Bronco του, άφησε στο σπίτι του ένα χειρόγραφο γράμμα στο οποίο έλεγε ότι αγαπούσε την Νικόλ και ότι δεν την είχε σκοτώσει.
«Μη με λυπάστε», έγραψε.
«Είχα μια υπέροχη ζωή, υπέροχους φίλους. Σας παρακαλώ σκεφτείτε τον πραγματικό O.J. και όχι αυτό το χαμένο πρόσωπο».
Πηγή φωτογραφιών: Reuters