Παρά τους αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους, η αγορά ενέργειας είναι ολοένα και περισσότερο πεπεισμένη ότι τα επόμενα χρόνια οι τιμές στο φυσικό αέριο θα είναι χαμηλές στην Ευρώπη.
Ένας πρώτος λόγος αισιοδοξίας για τις χαμηλές τιμές στο φυσικό αέριο είναι το γεγονός ότι η Ευρώπη απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών προμηθειών και όμως κατάφερε να ανταποκριθεί βρίσκοντας εναλλακτικές πηγές ενέργειας από τις ΗΠΑ, το Κατάρ και άλλες χώρες. Οι πρωτοβουλίες που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης οδήγησαν ήδη σε έντονη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της εξοικονόμησης.
Χώρες όπως η Γερμανία επενδύουν μαζικά στην αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης με αντλίες θερμότητας, ενώ και οι βιομηχανίες προσπαθούν να στραφούν σε λύσεις με πιο προβλέψιμο ενεργειακό κόστος.
Έπειτα, υπάρχει το σκέλος της παραγωγής. Από το 2025 και έπειτα, η παραγωγή υγροποιημένου αερίου (LNG) των ΗΠΑ προβλέπεται να αυξηθεί ραγδαία. Διεθνώς υπολογίζεται ότι σταδιακά ως το 2030 θα προστεθούν ποσότητες πάνω από 200 εκατ. τόνους, οι οποίες αντιστοιχούν στο 50% του σημερινού παγκοσμίου εμπορίου LNG.
Η αύξηση της παραγωγής θα λάβει χώρα σε μια περίοδο όπου η κατανάλωση αερίου στην Ευρώπη μειώνεται διαρκώς. Ο ευρωπαϊκός ρυθμιστής ACER εκτιμά ότι αν η Ε.Ε. πετύχει τους διακηρυχθέντες στόχους της, τότε η ζήτηση θα μειωθεί κατά 200 δισ. κ.μ. ως το 2030 σε σχέση με το 2019. Κατ’ επέκταση θα χρειάζεται πολύ λιγότερες εισαγωγές.
Μάλιστα, ο ACER υπολογίζει πως φέτος θα είναι η χρονιά που η ζήτηση για LNG θα κορυφωθεί στην Ευρώπη ώστε να ακολουθήσει έπειτα μια διαρκώς πτωτική πορεία.
Με αφορμή τα παραπάνω, ήδη έχουν εκφραστεί ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη εμπορική βιωσιμότητα υποδομών αερίου, όπως είναι τα τερματικά εισαγωγής LNG και οι αγωγοί.
Υπάρχουν, προφανώς, πράγματα που θα μπορούσαν να απειλήσουν τις προβλέψεις, έχει όμως σημασία ότι το βασικό σενάριο είναι ευνοϊκό για τους καταναλωτές.