Η ακρίβεια στα τρόφιμα αδειάζει τα πορτοφόλια όσων είναι ήδη… μισοάδεια, κυριότερα, καθώς οι χαμηλόμισθοι ή οι καταναλωτές με μεσαία εισοδήματα είναι μεταξύ των μεγαλύτερων «θυμάτων» του πληθωρισμού στα είδη πρώτης ανάγκης.
Καθώς η αύξηση στις τιμές τροφίμων στην Ελλάδα «άγγιξε» σε ρυθμό το 5,3% τον Απρίλιο, έναντι μόλις 1,9% στην Ευρωζώνη, οι πλέον έκθετοι στην ακρίβεια πανευρωπαϊκά είναι όσοι καταναλωτές έχουν χαμηλή αγοραστική δύναμη η οποία και «ροκανίζεται» περαιτέρω από τον πληθωρισμό.
Και η Ελλάδα, στη συγκεκριμένη κατηγορία της αγοραστικής δύναμης, βρίσκεται στα… «Τάρταρα», όντας αισθητά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Μάλιστα, οι Έλληνες καταναλωτές είναι οι πιο φτωχοί καταναλωτές σε όλη την ΕΕ των 27 με βάση τη συγκεκριμένη παράμετρο, με μόνο τους Βούλγαρους σε χειρότερη θέση.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Βουλγαρία από όλες τις χώρες της ΕΕ (μέσος όρος 100) κατείχε την τελευταία θέση στην Ευρώπη στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με 64 μονάδες, και η Ελλάδα ακολούθησε με 67 μονάδες.
Συνολικά, το 2023, καταγράφηκαν σημαντικές διαφορές στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκφρασμένο σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης μεταξύ των χωρών της ΕΕ καθώς η Βουλγαρία κατέγραψε την χαμηλότερη επίδοση, 36% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ, ακολουθούμενη μόνο από την Ελλάδα (-33% από το μέσο όρο) και τη Λετονία (-29%).
Από την άλλη, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία είχαν τα υψηλότερα επίπεδα (140% και 112% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αντίστοιχα), πολύ πάνω από την Ολλανδία (30% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ), τη Δανία (+28%) και την Αυστρία (+23%).
Επιπλέον, παρά τις αυξήσεις στους μισθούς, γεγονός είναι πως οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν χαμηλά σε ό,τι αφορά το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα το 2024 κατέχει την πέμπτη θέση από το τέλος, μετά τις Λετονία, Σλοβακία, Εσθονία και Λιθουανία με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να είναι 1,59 φορές μεγαλύτερο από της Ελλάδας το 2024.
Αξίζει να τονιστεί, πως στην Ελλάδα τα νοικοκυριά δαπανούν αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους στη διατροφή.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα οικογενειακού προϋπολογισμού της ΕΛΣΤΑΤ με ημερομηνία έκδοσης 2023, οι υψηλότερες δαπάνες του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών το 2022, σε τρέχουσες τιμές, αφορούν τα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,9%), τη στέγαση (14,5%) και τις μεταφορές (13,3%), ενώ οι χαμηλότερες (3,4%) αφορούν τις υπηρεσίες εκπαίδευσης.
Ως εκ τούτου τα πενιχρά οικονομικά των ελληνικών νοικοκυριών οδηγούν σε πτώση της ποιότητας ζωής καθώς είναι αναγκασμένα να «κόβουν» φαγητό από το τραπέζι. Το 2022 καταγράφηκαν μειώσεις ποσοτήτων που καταναλώθηκαν σε ελαιόλαδο (-10,8%), γιαούρτι (-7%), ψάρια (-6,7%), γάλα (-5,5%), φρούτα (-4,2%), κρέας (-2,2%), τυριά (-2%), ψωμί (-1,5%), ζυμαρικά (-1,3%), λαχανικά (-1,3%) και ρύζι (-1,1%).
Ενδιαφέρον θα αποκτούσαν νεότερα στοιχεία καθώς έκτοτε το ελαιόλαδο, φερ’ επείν, έχει «σκαρφαλώσει» κατά πολύ υψηλότερα, αναγκάζοντας τα ελληνικά νοικοκυριά να το αντικαθιστούν με εναλλακτικές λύσεις, όπως φοινικέλαια, σπορέλαια κλπ.