Δευτέρα, 25 Νοε.
12oC Αθήνα

Το εκλογικό αποτέλεσμα και η πολιτική αναταραχή που ακολουθεί, απειλεί να συμπαρασύρει τις δυνατότητες παρέμβασης της ΕΚΤ

Το εκλογικό αποτέλεσμα και η πολιτική αναταραχή που ακολουθεί, απειλεί να συμπαρασύρει τις δυνατότητες παρέμβασης της ΕΚΤ

Μάντευε κάτι η ΕΚΤ για το αποτέλεσμα των εκλογών και έσπευσε να μειώσει την Πέμπτη (6.6.2024) τα επιτόκια όσο… προλάβαινε; Ασφαλώς πρόκειται για απόπειρα αστεϊσμού. Αλλά πραγματικά κανείς δεν μπορούσε να ακούσει την περασμένη εβδομάδα τις εξηγήσεις που έδωσε η ΕΚΤ, για την μείωση των επιτοκίων, χωρίς να του γεννηθεί η απορία, για το «γιατί», αφού η λογική των «δεδομένων» που χρησιμοποιεί πλέον ως βάση των αποφάσεών της, οδηγούσε στο αντίθετο.

Να εξηγηθούμε. Ο πληθωρισμός ναι μεν έχει μειωθεί καθοριστικά σε σχέση με τα υψηλά του, αλλά όπως παραδέχονται στην Φρανκφούρτη, ειδικά στις υπηρεσίες, μένει σταθερά σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνα που θα δικαιολογούσαν μείωση των επιτοκίων.

Και όχι μόνο αυτό. Στην διάθεση των μελών του Συμβουλίου της ΕΚΤ βρίσκεται μελέτη η οποία αναφέρει ότι οι μετριοπαθείς αυξήσεις μισθών στην Ευρωζώνη θα επηρεάσουν παρ’ όλα αυτά τις τιμές ανοδικά σε ένα χρονικό διάστημα 2 με 3 χρόνια.

Με άλλα λόγια η ΕΚΤ γνωρίζει -υπάρχει και σχετική δημοσιευμένη έρευνα της BIS- ότι οι αυξήσεις των μισθών που έχουν γίνει μετά από διαπραγματεύσεις συλλογικών συμβάσεων (καμία σχέση με Ελλάδα βέβαια), θα οδηγήσουν σε αναλογικές αυξήσεις τιμών κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών και λιγότερο στην βιομηχανία, την επόμενη περίοδο και ειδικά από τα μέσα του 2025 και μετά.

Πως λοιπόν η ΕΚΤ αποφάσισε να μειώσει τα επιτόκια έστω και κατά το ελάχιστο του 0,25%; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει, ούτε και η κα Λαγκάρντ η οποία μετά την συνέντευξη τύπου της Πέμπτης υποχρεώθηκε να δημοσιεύσει άρθρο σε επιλεγμένα οικονομικά ΜΜΕ, προκειμένου να εξηγήσει το… ανεξήγητο. Χωρίς όμως επιτυχία.

Πως έχουν τα «δεδομένα» που υποτίθεται ότι ορίζουν την πολιτική της ΕΚΤ;

Πρώτο δεδομένο. Ο πληθωρισμός που έχει μειωθεί σταθερά όσο αφορά στον Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, παραμένει σημαντικά υψηλότερος των στόχων σε κρίσιμους τομείς όπως κυρίως οι υπηρεσίες.

Δεύτερο δεδομένο. Η αμερικανική κεντρική τράπεζα (FED) για τους γνωστούς λόγους δεν πρόκειται να μειώσει τα επιτόκια στον ορατό ορίζοντα και στην καλύτερη περίπτωση αύριο Τετάρτη (12.6.2024) ο κ. Πάουελ ενδέχεται να δώσει κάποια σημάδια για τις μελλοντικές προθέσεις του.

Γιατί έχει σημασία αυτό; Μα γιατί η μείωση επιτοκίων στην Ευρωζώνη και η διατήρηση επιτοκίων στις ΗΠΑ σημαίνει ισχυροποίηση του δολαρίου έναντι του ευρώ (κάτι που ήδη συμβαίνει), αύξηση της εξόδου κεφαλαίων από την ΕΕ προς τις ΗΠΑ και ενίσχυση του εισαγόμενου πληθωρισμού στην Ευρώπη.

Τρίτο δεδομένο. Η προαναφερθείσα μελέτη για την σπείρα μισθών – τιμών στην Ευρώπη προδιαθέτει για ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων σε ένα με δύο χρόνια λόγω της υστέρησης με την οποία σύμφωνα με την BIS εμφανίζονται οι συνέπειες των αυξήσεων.

Και για να μην υπάρξει παρεξήγηση, μιλάμε για αυξήσεις οι οποίες δεν έχουν αποκαταστήσει -σύμφωνα και με την θέση της ΕΚΤ- σε καμία περίπτωση την απώλεια της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων και συνταξιούχων.

Τέταρτο δεδομένο. Οι Ευρωεκλογές ειδικά με την κατάρρευση των εκλογικών ποσοστών στήριξης του Μακρόν και του Σολτς, έχουν πολλαπλασιάσει κατακόρυφα τις ανησυχίες πολιτικής αποσταθεροποίησης στις δύο ισχυρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης. Ήδη η κυβέρνηση στο Παρίσι «έπεσε», όπως και αυτή του Βελγίου. Και βέβαια αυτό έχει αρχίσει να καταγράφεται στις αγορές ομολόγων, από τις οποίες την 1 η Ιουλίου αρχίσει να αποσύρεται σταδιακά η ΕΚΤ σαν «επενδυτής».

Οι συνθήκες και τα δεδομένα είναι πλέον «εδώ», για τις κλασσικές στις συνθήκες αυτές ανοδικές αντιδράσεις στα επίπεδα των τιμών. Θα μπορούσε να καταγράψει κανείς και άλλους παράγοντες, το ίδιο ή λιγότερο ισχυρούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς στην ΕΕ, που λειτουργούν ενισχυτικά των πληθωριστικών πιέσεων την επόμενη περίοδο. Και αυτό χωρίς να αναφερθούμε στις όποιες συνέπειες από τις αλλαγές στάσης στο θέμα του πολέμου στην Ουκρανία. 

Με αυτά τα «δεδομένα» κατά συνέπεια, αυτό για το οποίο δεν μπορούσε να πείσει η κα Λαγκάρντ την περασμένη Πέμπτη ήταν ότι η μείωση των επιτοκίων, ήταν μέρος μιας στέραιης προοπτικής και όχι απλά η στιγμιαία -αναγκαστική- αντίδραση απέναντι στις απαιτήσεις των χρηματαγορών, στις οποίες είχε δεσμευθεί με υποσχέσεις για μείωση του κόστους του χρήματος.

Η πολιτική κρίση που προέκυψε με τις Ευρωεκλογές, απλώς κάνει την θέση της ακόμα «χειρότερη» και την αβεβαιότητα για αν μπορεί να χειρισθεί πλέον τα πράγματα, περισσότερο… «δεδομένη».

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις