Ένα βαρύ «κατηγορώ» με σφοδρά πυρά εξαπέλυσε κατά του Στέφανου Κασσελάκη ο Γιάννης Ραγκούσης, που είναι ένας από τους 87 που υπέγραψαν την επιστολή «φωτιά» προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
«Αυτή τη στιγμή τίθεται θέμα επιλογών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Ραγκούσης αναφορικά με τον Στέφανο Κασσελάκη, μιλώντας στον ΑΝΤ1 το πρωί της Παρασκευής (28.06.24).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Εάν ο κ. Κασσελάκης είχε γνωστοποιήσει πριν την εκλογή του ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, τα πραγματικά του πιστεύω και αν είχε δείξει τον πολιτικό του εαυτό, πιστεύω ότι δεν θα είχε εκλεγεί», τόνισε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Και συνέχισε: «Όσοι τον ψήφισαν, δεν είχαν την πραγματική του εικόνα».
«Αν ανοίξει θέμα ηγεσίας, θα δούμε όλα τα δεδομένα… Αν πάμε σε εκλογές, θα πάρει τις μισές ψήφους από όσες είχε πάρει», είπε και στη συνέχεια, δήλωσε: «Αν συνεχίσει, θα μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα υπαλλήλων και δουλικών».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Μάλιστα, ο κ. Ραγκούσης υπογράμμισε πως για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, όσον αφορά τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ, «βασική ευθύνη έχει ο Στέφανος Κασσελάκης».
Υπενθυμίζεται ότι η επιστολή την οποία αποκάλυψε την περασμένη Τετάρτη (26/06/2024) το newsit.gr, στρέφεται κατά όλων όσων έχει πει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ για το «μαύρο χρήμα» και τα οικονομικά του κόμματος, αλλά και για την κατάσταση που διαμορφώνεται στην εφημερίδα «Αυγή».
Την επιστολή υπογράφουν μεταξύ άλλων η Όλγα Γεροβασίλη, ο Κώστας Ζαχαριάδης, ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος, η Αθηνά Λινού, η Κατερίνα Νοτοπούλου, ο Γιάννης Ραγκούσης, ο Γιώργος Βασιλειάδης, η Μαρία Ρεπούση, ο Χρήστος Σπίρτζης, ο Γιώργος Τσίπρας, η Ζανέτ Τσίπρα και ο Αλέκος Φλαμπουράρης.
Η ανακοίνωση έχει ως εξής: Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών μάς υποχρεώνει να δούμε κατάματα τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στη χώρα και να αναλάβουμε τις κατάλληλες πρωτοβουλίες.
Παρά την τεράστια πτώση των ποσοστών της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία έχασε δυνάμεις και ο προοδευτικός χώρος συνολικά δεν ενισχύθηκε, αντιθέτως είχαμε αποχή ρεκόρ και άνοδο της ακροδεξιάς.
Η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία αν και αποδοκιμάζει την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν βλέπει εναλλακτική προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης. Αυτή η ανισορροπία στο πολιτικό σύστημα είναι δημοκρατική αναγκαιότητα να αντιμετωπιστεί.
Η συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων είναι πλειοψηφικό κοινωνικό αίτημα και σε αυτό το αίτημα είμαστε υποχρεωμένοι να ανταποκριθούμε, με τη συγκρότηση μιας μεγάλης προοδευτικής συμμαχίας, ενός μετώπου σε κοινοβουλευτικό και κοινωνικό επίπεδο, που θα κερδίσει την ΝΔ στις επόμενες εθνικές εκλογές, όποτε αυτές κι αν γίνουν.
Ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία οφείλει να είναι πρωταγωνιστικός σε αυτές τις εξελίξεις. Γι’ αυτό απαιτείται μια συντεταγμένη συζήτηση στο κόμμα μας τόσο για το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και για τις πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν. Τα μέλη και οι φίλοι του κόμματος πρέπει να πάρουν τις τελικές αποφάσεις.
Ταυτοχρόνως, διαιρετικές τακτικές, απολύσεις και στοχοποιήσεις στελεχών, επειδή διατυπώνουν την άποψή τους, είναι μακριά από την κουλτούρα διαλόγου ενός δημοκρατικού κόμματος.
Όπως επίσης, τραυματίζει το χώρο μας το να ανοίγει ξαφνικά, δημόσια και με υπαινιγμούς, μια συζήτηση περί ηθικής και διαφάνειας στον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, που δεν έχει κανένα έρεισμα, την ώρα που θα έπρεπε να ασκούμε σκληρή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και όταν μάλιστα παράγεται τόσο σημαντικό κοινοβουλευτικό έργο. Οφείλουμε να είμαστε υπερήφανοι για το γεγονός ότι το κόμμα μας δεν χρωστάει ούτε ένα ευρώ στις τράπεζες, υπηρετούσε πάντα στην πράξη τη διαφάνεια και ήταν ανεξάρτητο από οικονομικά συμφέροντα.
Την ίδια ώρα, δεν γίνεται να παίρνονται τόσο κρίσιμες αποφάσεις για τον εξορθολογισμό στα μέσα ενημέρωσης του κόμματος, που αφορούν εργαζόμενους, αποφάσεις με ιστορικό χαρακτήρα για την Αριστερά, όπως η αναστολή του καθημερινού φύλλου της Αυγής, χωρίς να συζητηθούν καν σε κάποιο συλλογικό όργανο.
Όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, οι υπογράφουσες και οι υπογράφοντες, βουλευτές και μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, θα θέσουμε στις συνεδριάσεις της Πολιτικής Γραμματείας και της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, όργανα που ουσιαστικά παρέμειναν αδρανοποιημένα για όλο το προηγούμενο διάστημα. Αυτό επιβάλλει, ότι η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής οφείλει να γίνει άμεσα και επί διημέρου για να δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθούν επαρκώς όλα τα μέλη