Με κάθε επισημότητα η Γαλλία και άλλα 6 κράτη – μέλη, μπαίνουν σε καθεστώς δημοσιονομικής προσαρμογής κι επιστροφής στην πειθαρχία, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), λόγω της διαπίστωσης ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος.
Συγκεκριμένα, η απόφαση αφορά τα εξής 7 μέλη της ΕΕ, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία και τη Σλοβακία. Επιπλέον, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η Ρουμανία, η οποία τελεί υπό τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από το 2020, δεν έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τη διόρθωση του ελλείμματός της και, ως εκ τούτου, η διαδικασία θα πρέπει να παραμείνει ανοικτή.
Σύμφωνα με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ που κατήργησαν την ρήτρα διαφυγής, τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν δημοσιονομική πειθαρχία βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων για να μην τεθούν σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, δηλαδή το έλλειμμά τους δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και το χρέος τους δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ τους.
Ωστόσο, με βάση τα δηλωθέντα στοιχεία για το 2023, τα 7 κράτη μέλη που υπόκεινται τώρα σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος είχαν έλλειμμα που υπερέβαινε τα επιτρεπόμενα. Αναλυτικά:
- Ιταλία (-7,4%)
- Ουγγαρία (-6,7%)
- Ρουμανία (-6,6%)
- Γαλλία (-5,5%)
- Πολωνία (-5,1%)
- Μάλτα (-4,9%)
- Σλοβακία (-4,9%)
- Βέλγιο (-4,4%)
Τι σημαίνει η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος
Η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος είναι σημαντική για κάθε κράτος μέλος, αλλά έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όταν αφορά την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, η οποία μάλιστα βρίσκεται σε καθεστώς πολιτικής και κυβερνητικής αναταραχής.
Στόχος της διαδικασίας είναι να διασφαλίσει ότι οι χώρες που έχουν ενταχθεί σε αυτήν θα επιστρέψουν στην δημοσιονομική πειθαρχία και θα διατηρήσουν το χρέος σε χαμηλά επίπεδα ή έστω βιώσιμα επίπεδα.
Από την πλευρά τους τα όργανα της ΕΕ θέτουν τα κράτη μέλη σε ενισχυμένο δημοσιονομικό έλεγχο αλλά προτείνουν «αποτελεσματικά» μέτρα για να «διορθωθεί» το έλλειμμα.
Αυτά τα μέτρα θα προταθούν στα κράτη μέλη έως το τέλος του 2024, αφού γνωμοδοτήσει η Κομισιόν, θέτοντας συγκεκριμένες προθεσμίες για την εφαρμογή τους και για να πετύχουν απτά αποτελέσματα.
Οι συστάσεις της Κομισιόν αναμένονται τον Νοέμβριο, παράλληλα με την δημοσίευση της έκθεσης του Φθινοπωρινού Εξαμήνου.
Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, που ισχύουν από τις 30 Απριλίου, τα κράτη μέλη θα καταρτίζουν μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά διαρθρωτικά σχέδια το φθινόπωρο, καθορίζοντας την πορεία των δαπανών τους και τις μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις προτεραιότητάς τους για τα επόμενα 4-7 χρόνια.
Έρχεται λιτότητα α λα Ελληνικά;
Οι φωνές για ανάγκη πειθάρχησης των δημοσιονομικών της Γαλλίας δεν έρχονται μόνο από την ΕΕ, αλλά και από το εσωτερικό. Μέσα στην εβδομάδα, και πριν την ευρωπαϊκή απόφαση, τοποθετήθηκε σχετικά το Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης (CAE) της Γαλλίας, ένας δημόσιος οργανισμός που έχει δημιουργηθεί για να συμβουλεύει τον Γάλλο πρωθυπουργό.
Η σχετική έκθεση απευθύνει έκκληση για άμεσο εξορθολογισμό των δημοσιονομικών της χώρας, καταβάλοντας μια προσπάθεια διάρκειας επτά έως δώδεκα ετών και θα περιλαμβάνει μείωση δαπανών και ενδεχόμενα αύξηση των φόρων ή και μπλόκο της αναπροσαρμογής των παροχών κοινωνικής ασφάλισης.
Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας φτάνει περίπου στο 110% του ΑΕΠ ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα αναθεωρήθηκε από το 4,9% στο 5,5% του ΑΕΠ.
Η έκθεση επισημαίνει πως η αύξηση του ΑΕΠ της Γαλλίας ουσιαστικά επαρκεί μόνο για να πληρώνονται οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του χρέους, και το τελευταίο, ύψους 3,1 τρισ. ευρώ, «δεν είναι τίποτα άλλο από το άθροισμα των πρωτογενών ελλειμμάτων των τελευταίων πενήντα ετών».
Επιπλέον, επισημαίνουν πως για την γαλλική οικονομία δεν αρκεί να βασίζεται μόνο στην ανάπτυξη για να περιορίσει το ράλι του δημόσιου χρέους, από το 21% του ΑΕΠ το 1979 στο 110% σήμερα, και για να μπορέσουν να σταθεροποιήσουν το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ στα σημερινά επίπεδα, θα πρέπει να εξαλειφθεί το πρωτογενές έλλειμμα και να δημιουργηθεί ένα πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο μεσοπρόθεσμα θα φτάσει το 1% του ΑΕΠ ετησίως.
Ωστόσο, εάν το πρωτογενές έλλειμμα της Γαλλίας είναι σήμερα 3,5% του ΑΕΠ και οι τόκοι στο 2% του ΑΕΠ, η έκθεση εκτιμά ότι θα έπρεπε να εξοικονομηθούν τουλάχιστον 112 δισ. ευρώ.
Μια διαδικασία, δηλαδή, που απαιτεί πολλές θυσίες και λιτότητα, που θυμίζει σε αρκετά την διαδικασία που πέρασε η Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία…