Η πτώση των αγορών την περασμένη εβδομάδα, με το που μπήκε ο Αύγουστος, είναι αλήθεια ότι έχει τρομάξει τους πάντες. Μπορεί να συνεχιστεί αυτή την εβδομάδα, ακόμα και αν υπάρξει μία διορθωτική «άνοδος» ενδιάμεσα;
Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί αυτό το τετραήμερο, ξεκινούν από τα δύο γεγονότα που αποτέλεσαν την αφορμή εκκίνησης της πτώσης την περασμένη εβδομάδα (αύξηση δείκτη ανεργίας στις ΗΠΑ και νέα πτώση του PMI) και φτάνει στις αναλυτικές προσδοκίες για το πως θα αντιδράσει η Fed (και την συνέχεια η ΕΚΤ) τον Σεπτέμβριο με τα επιτόκια.
Η αλήθεια είναι πως όσο αφορά την τρέχουσα συγκυρία η ανακοίνωση του Institute for Supply Management (ISM), για τον Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) έδειξε νέα μείωση τον Ιούλιο στο 46,8, επίπεδο μειωμένο κατά 1,7% έναντι του Ιουνίου. Αυτή είναι η τέταρτη συνεχόμενη πτώση και η εικοστή πτώση τους τελευταίους 21 μήνες. Γεγονός που προδικάζει οικονομική επιβράδυνση.
Επίσης η έκθεση για την απασχόληση του Ιουλίου στις ΗΠΑ έδειξε ότι το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 4,3%, ήτοι υψηλότερο από ότι αναμενόταν, πράγμα που ενεργοποιεί τις προσδοκίες ύφεσης (κατά τον κανόνα Sahm). Αυτός ο δείκτης ήταν μέχρι σήμερα αξιόπιστος και έχει ιστορικό «επιτυχίας» πρόβλεψης 13 στα 13 όσο αφορά την πρόβλεψη ύφεσης.
Οι πιο προσεκτικοί αναλυτές των αγορών βέβαια υπενθυμίζουν ότι εδώ και ενάμιση χρόνο, δηλαδή από την άνοιξη του 2023, οι αγορές έχουν προβλέψει τρείς φορές (αυτή είναι η τρίτη) την …επέλαση ύφεσης. Αλλά στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις (άνοιξη 2023 και τέλη του 2023) διαψεύστηκαν. Υπάρχει μία διαφορά όμως με το σήμερα. Αυτή την φορά τα στοιχεία που οδηγούν σε πρόβλεψη ύφεσης είναι παρόντα και όχι προβλέψεις.
Για παράδειγμα όπως διαβάζουμε στα διεθνή οικονομικά ΜΜΕ πέραν την αύξησης της ανεργίας στις ΗΠΑ – που ήταν σημαντική αλλά δεν είναι δα και τεράστια – «παρατηρούνται διψήφιες μειώσεις στους βασικούς διεθνείς κατασκευαστές αυτοκινήτων, παράλληλα με σαφή σημάδια εξασθένησης της κατανάλωσης στις κύριες αμερικανικές αλυσίδες» που αναφέρουν «καταναλωτική κόπωση» ανάλογη, όπως αναφέρεται, με εκείνη που ακολούθησε την κατάρρευση της Lehman Brothers στις ΗΠΑ το 2008 – 2009.
Αυτή η μείωση της καταναλωτικής δυναμικής, που για τις ΗΠΑ αφορά το 70% του ΑΕΠ, φαίνεται να συνδέεται με το γεγονός ότι ενώ οι αυξήσεις τιμών έχουν καλύψει κάθε πλευρά της καταναλωτικής δαπάνης, οι αυξήσεις μισθών που έχουν σημειωθεί δεν αφορούν όλους τους καταναλωτές.
Όπως παρατηρεί αυτή η ομάδα αναλυτών, βλέποντας τους επενδυτικούς φόβους που εκφράσθηκαν στις αγορές την περασμένη εβδομάδα με τόσο βίαιο τρόπο, «ο φόβος είναι ότι οποιαδήποτε επιβράδυνση στην αγορά εργασίας θα αφήσει ένα τμήμα του πληθυσμού να παλεύει με πολύ υψηλότερες τιμές από ό, τι πριν από τρία χρόνια…» και κατά συνέπεια «οι επενδυτές βλέπουν την πιθανότητα ότι η καταναλωτική κρίση θα μπορούσε να είναι πολύ ταχύτερη από ό, τι σε άλλες φάσεις…». Βέβαια η Fed μπορεί να απαντήσει μειώνοντας τα επιτόκια, αλλά, όπως σημείωσαν οι οικονομολόγοι της Wells Fargo, «οι περικοπές δεν θα έρθουν αρκετά γρήγορα για να αντιστρέψουν την επιβράδυνση εγκαίρως».
Η άλλη πλευρά
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά της ερμηνευτικής αυτής της πτώσης της προηγούμενης εβδομάδας.
Οι αγορές, πέραν των συνεπειών των γεωπολιτικών εξελίξεων που αποδεικνύονται ανεξέλεγκτες ιδιαίτερα στην Μέση Ανατολή, υφίστανται τις συνέπειες οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων που υπό τις παρούσες συνθήκες μπορούν να πυροδοτήσουν τρομακτικής κλίμακας σοκ στην αλυσίδα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους που έχει πλέον «μοχλευθεί» σε πρωτοφανή επίπεδα.
Για παράδειγμα, η απόφαση της BoJ να αυξήσει τα επιτόκια μετά από 16 χρόνια στην αγορά δημόσιου χρέους του γιέν, το οποίο υπερβαίνει το 236% του ΑΕΠ της χώρας και όπως υπολογίζεται έχει «μοχλευθεί» στο διεθνές τραπεζικό σύστημα κατά αρκετές δεκάδες φορές – χωρίς να είναι δυνατός ο ακριβής υπολογισμός του – προκαλεί αναπάντεχες ανατροπές στην ροές κεφαλαίων, που επηρεάζουν και την αναχρηματοδότηση του αμερικανικού χρέους, στο οποίο η Ιαπωνία είναι ο μεγαλύτερος «επενδυτής».
Η «μόχλευση» αυτή του δημόσιου χρέους – από την Ιαπωνία μέχρι τις ΗΠΑ και την Ευρώπη – που έχει υποστηριχθεί από τις κεντρικές τράπεζες μέσω του QE και την μείωση των επιτοκίων τόσο για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 όσο και της πανδημίας το 2020 – 21, πριν από το ξέσπασμα του πληθωρισμού, αποτελεί πλέον ένα σκοτεινό σημείο για τις κεντρικές τράπεζες καθώς αφορά στον ομφάλιο λώρο που συνδέει μέσω αυτής της «μόχλευσης», τα διαφόρων ειδών επενδυτικά funds και το λεγόμενο σκιώδες χρηματοπιστωτικό σύστημα, με το τραπεζικό σύστημα.
Κάθε μεταβολή στο κόστος του χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, όπως επίσης και κάθε ανατροπή στην «αναπτυξιακή» πορεία των οικονομιών, ανατρέπει το έδαφος πάνω στο οποίο αυτή η «μόχλευση» έχει γίνει, καθιστώντας την συνέπεια των συναλλαγών μεταξύ funds και τραπεζών απρόβλεπτη, ακραία επικίνδυνη και κυρίως ανεξέλεγκτη λόγω όγκου και διασποράς.
Με άλλα λόγια η ποσοτική χαλάρωση με την οποία αντιμετωπίσθηκε τόσο το 2008 όσο και η πανδημία, έχει δημιουργήσει ένα ανεξέλεγκτο όγκο κεφαλαίων σε ένα πεδίο κυκλοφορίας αυτών κεφαλαίων, πολύ πέραν του ελέγχου των κεντρικών τραπεζών, σε ένα πεδίο που «παίζουν» χωρίς κανένα ουσιαστικό έλεγχο τα επενδυτικά funds και το σκιώδες χρηματοπιστωτικό σύστημα με τις τράπεζες. Και αυτό πλέον αφορά σε ένα μέγεθος όγκου που ούτε οι κεντρικές τράπεζες είναι σε θέση πλέον να γνωρίζουν πόσο έχει «μοχλευθεί» και που ή από ποιους κινείται…
Σ’ αυτό το πεδίο βρίσκονται σε εξέλιξη σιωπηρά πυκνές και επίπονες προσπάθειες από τις Κεντρικές Τράπεζες και την BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών), χωρίς όμως ουσιαστικό μέχρι στιγμής αποτέλεσμα.
Αυτά τα «κεφάλαια» έχουν τροφοδοτήσει τις χρηματιστηριακές αγορές απορροφώντας την διεθνή αποταμίευση κυρίως στον χώρο του δολαρίου, ο οποίος «ορίζεται» αυτή την περίοδο από τις προσδοκίες θετικές ή αρνητικές, που συνδέονται με τις αμερικανικές εκλογές.
Η Fed αναμφίβολα προσπαθεί να ακροβατήσει και να διατηρήσει ισορροπίες μέσα σε ένα περιβάλλον επίμονου πληθωρισμού, σοβούσης τραπεζικής κρίσης (από τον Μάρτιο του 2023) και απειλής επερχόμενης ύφεσης, ίσως και λίγο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Όντας κοινό μυστικό πλέον ότι η ανθεκτικότητα (ανάπτυξη) της αμερικανικής οικονομίας έχει στηριχθεί κατά βάση μέχρι σήμερα στα προγράμματα δημοσιονομικής χαλάρωσης Μπάιντεν, ειδικά μετά την έναρξη του IRIS, τα οποία χρηματοδοτούνται από το απίθανο δημοσιονομικό έλλειμμα του 8% του ΑΕΠ, που με την σειρά του τροφοδοτεί ανεξέλεγκτα την αύξηση του χρέους σε επίπεδα πάνω από τα 35 τρισ. δολάρια, οι αγορές περιμένουν την εμφάνιση της ύφεσης καθώς αυτό τι πλαίσιο λειτουργία της οικονομίας πλέον εξαντλείται. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Intel, του γίγαντα κατασκευής ηλεκτρονικών τσιπς, o οποίος έχει επιχορηγηθεί στο πλαίσιο του IRIS με αρκετά δισ. δολάρια από την κυβέρνηση Μπάιντεν και παρ’ όλα αυτά την προηγούμενη εβδομάδα ανακοίνωσε τεράστιες ζημιές και περικοπές στην απασχόληση που ξεπερνούν το 15% του προσωπικού της. Ακολούθησε βέβαια κατάρρευση 22% στο χρηματιστήριο…
Με άλλα λόγια οι περιβόητες «αγορές», ήτοι επενδυτές που κινούνται με μοχλευμένα μέσω των funds κεφάλαια και του σκιώδους χρηματοπιστωτικού συστήματος, που συνδέονται με το τραπεζικό σύστημα σαν «τροφό» από το δημόσιο έλλειμμα και χρέος, έχουν αρχίσει να ετοιμάζονται για την μεγάλη έξοδο.
Την «έξοδο» από το μεγάλο πανηγύρι που στήθηκε πάνω στην ποσοτική και δημοσιονομική χαλάρωση, καθώς πλησιάζουν οι εκλογές και κανείς δεν είναι σίγουρος ποιος θα κυβερνάει τον Λευκό Οίκο και την Fed σε λιγότερο από έξι μήνες.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον τα λεγόμενα «έξυπνα κεφάλαια» βιάζονται να πιάσουν θέση κοντά στην πόρτα που είναι κοντά στην «έξοδο». Κάπως έτσι ίσως θα πρέπει να διαβάσει κανείς την απόφαση του Γουόρεν Μπάφετ να πουλήσει ότι είχε και δεν είχε από μετοχές της Bank of America και της Apple για να συγκεντρώσει σχεδόν 250 δισ. δολάρια σε ρευστότητα…
Το «στοίχημα» πλέον που παίζουν οι αγορές και το διαβάζουμε στους «σπασμούς» των χρηματιστηριακών αγορών, δεν είναι αν έρχεται ύφεση, αλλά το ποιος θα προλάβει να είναι δίπλα στην πόρτα της χρηματιστηριακής εξόδου, μόλις αρχίσουν να σκάνε οι «φούσκες» μαζί και εκείνη της AI.
Πόσο γρήγορα γίνεται αυτό; Η απάντηση βρίσκεται στις τιμές και τις αποδόσεις των ισχυρών κρατικών ομολόγων το τελευταίο πενθήμερο, για να μη πούμε για τις τιμές του χρυσού…