Η επίτευξη καλής στύσης, προκειμένου να υπάρξει ικανοποιητική σεξουαλική επαφή, απασχολεί ιδιαίτερα τους άνδρες. Από αυτήν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η αυτοπεποίθηση και η ποιότητα ζωής τους.
Η στυτική δυσλειτουργία προκαλεί άγχος, ενοχή και φόβο ενώ στους ερωτικούς παρτενέρ ανησυχία, αμφισβήτηση ακόμα και θυμό. Άμεση και πολύ συχνή συνέπεια είναι η διατάραξη σχέσης και όχι μόνο της σεξουαλικής ζωής.
Η ένταση στην καθημερινότητά όπως και η έλλειψη συναισθηματικής επικοινωνίας, μπορεί να οδηγήσουν σε χωρισμό, εάν δεν υπάρξει σωστή και έγκαιρη αντιμετώπιση των αιτιών που προκαλούν την πάθηση.
«Η στυτική δυσλειτουργία είναι μια συχνή κατάσταση που μπορεί να δυσχεράνει τη σεξουαλική δραστηριότητα. Το ποσοστό των ανδρών που την εμφανίζουν αυξάνεται με την ηλικία.
Μια ανασκόπηση μελετών έδειξε ότι ο επιπολασμός στους άνδρες κάτω των 49 ετών είναι 6% και στις ηλικίες 50-59 ετών φτάνει στο 16%. Την επόμενη δεκαετία της ζωής το ποσοστό διπλασιάζεται (32%) και σε εκείνους που διανύουν την όγδοη δεκαετία της ζωής τους αγγίζει το 44%.
Εκτιμάται ότι οι μισοί άνδρες ηλικίας μεταξύ 40 και 70 ετών έχουν βιώσει περιστατικά στυτικής δυσλειτουργίας στη ζωή τους», επισημαίνει ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Οι αιτίες της στυτικής δυσλειτουργίας είναι οργανικές, ψυχογενείς ή συνδυασμός και των δύο. Ανεξάρτητα από το λόγο εμφάνισής της, ο ψυχοκοινωνικός αντίκτυπος είναι τόσο έντονος, που η ανάγκη για θεραπεία πρέπει να ξεπερνά τις όποιες αναστολές υπάρχουν.
Βαθιά μέσα τους, όσοι αντιμετωπίζουν τακτικά αδυναμία στύσης, προβληματίζονται, νοιώθουν λιγότερο αρρενωποί, θυμώνουν, βλέπουν την αυτοπεποίθησή τους να καταρρακώνεται. Τους κατακλύζουν αισθήματα ενοχής ή και ντροπής. Είναι πολύ πιθανόν να βιώνουν στρες για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ακόμα και κατάθλιψη. Νοιώθουν αποδυναμωμένοι και ταπεινωμένοι. Στους ανασφαλείς ανθρώπους αυτά τα συναισθήματα γιγαντώνονται και είναι πιθανόν να οδηγήσουν ακόμα και σε αυτοκτονικές τάσεις όταν η στυτική δυσλειτουργία χρονίζει.
Επίσης φοβούνται ότι δεν μπορούν να ευχαριστήσουν τους ερωτικούς παρτενέρ τους, ότι τους απογοητεύουν και ότι η σχέση θα οδηγηθεί αργά ή γρήγορα στο τέλος της.
Οι σκέψεις και τα συναισθήματα αυτά οδηγούν αρκετούς σε διακοπή των ερωτικών συνευρέσεων, προκειμένου να αποφύγουν τη στεναχώρια της αποτυχίας, αλλά και την ανάγκη για συζήτηση του προβλήματος. Για τους αδέσμευτους, η στυτική δυσλειτουργία μπορεί να περιορίσει την αναζήτηση συντρόφου και να οδηγήσει σε απομόνωση και μοναξιά.
Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις και στην ψυχολογία των συντρόφων. Η πρώτη σκέψη τους είναι ότι απορρίπτονται, ότι κάτι άλλαξε στα συναισθήματά του άνδρα, ότι δεν είναι πια ελκυστικοί και επιθυμητοί και γι’ αυτό σύντομα ο άνδρας θα απιστήσει. Οι σκέψεις αυτές γίνονται γρήγορα πεποιθήσεις με επίσης συχνή συνέπεια την εμφάνιση ανασφαλειών για το σώμα και την εξωτερική εμφάνιση.
Τίποτα από τα παραπάνω, όμως, δεν συμβαίνει τις περισσότερες φορές. Η αδυναμία επίτευξης στύσης δεν είναι ένδειξη έλλειψης σεξουαλικού ενδιαφέροντος ή εξωσυζυγικής ή παράλληλης σχέσης.
«Για τη στυτική δυσλειτουργία μπορεί να ευθύνεται πλήθος παραγόντων. Μπορεί να προκαλείται από υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, καρδιαγγειακές νόσους, χρόνια νεφρική και ηπατική νόσο, από σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσο Peyronie, χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης ή από τραυματισμό του πέους. Ενδεχομένως να είναι επακόλουθο παρενεργειών κάποιων φαρμάκων ή κατάχρησης αλκοόλ και προϊόντων καπνού. Πολύ συχνά είναι αποτέλεσμα ψυχολογικών παραγόντων, όπως το επαγγελματικό στρες ή ένα πένθος.
Παρά ταύτα, η αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης της στύσης αντιμετωπίζεται. Η διάγνωση δεν σημαίνει το τέλος μιας σχέσης, αλλά την έναρξη μιας περιόδου που θα απαιτήσει επικοινωνία, υπομονή και κατανόηση και από τα δύο μέρη έως ότου βρεθεί και αντιμετωπιστεί η αιτία που την προκαλεί», σημειώνει.
Οι θεραπείες είναι πολλές. Ο προσδιορισμός της ενδεδειγμένης προϋποθέτει τη λήψη του ιατρικού και σεξουαλικού ιστορικού του άνδρα, την κλινική εξέταση προκειμένου να διαπιστωθούν τυχόν ανωμαλίες στο πέος, το όσχεο ή τους όρχεις, καθώς και να ελεγχθεί η κατάσταση του προστάτη.
Η εικόνα της γενικής υγείας και των πιθανών αιτιών της στυτικής δυσλειτουργίας ολοκληρώνεται με αιματολογικές εξετάσεις, οι οποίες δίνουν την πρώτη εκτίμηση για την παθολογία πίσω από το σύμπτωμα. Ενδεχομένως να απαιτηθούν περαιτέρω απεικονιστικές εξετάσεις και συνεργασία με ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, όπως με καρδιολόγο, ενδοκρινολόγο ή ψυχολόγο.
Για την υποχώρηση του συμπτώματος, δηλαδή της στυτικής δυσλειτουργίας, συνήθως αρκούν μη επεμβατικές θεραπείες, όπως χορήγηση φαρμάκων ή ορμονών από το στόμα, ενέσιμα φάρμακα και υπόθετα. Για την προσωρινή διατήρηση της στύσης υπάρχουν και συσκευές κενού που τραβούν αίμα στο πέος.
Για πιο μόνιμη λύση σε χρόνια περιστατικά, που δεν αντιμετωπίζονται συντηρητικά, συστήνεται η χειρουργική τοποθέτηση εμφυτευμάτων στο πέος, τα οποία καθιστούν δυνατή τη διατήρηση της στύσης του πέους κατά τη διάρκεια του σεξ.
Σε ασθενείς με στυτική δυσλειτουργία αγγειογενούς αιτιολογίας υπάρχει η επιλογή των κρουστικών κυμάτων, τα οποία είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματικά διότι θεραπεύουν την αιτία του προβλήματος. Στο 80% των περιπτώσεων η ικανότητα επίτευξης στύσης επανέρχεται σε μόλις ένα μήνα και απαλλάσσονται από την ανάγκη λήψης φαρμάκων. Πρόκειται για μια μόνιμη λύση, με αποτελέσματα που διαρκούν για πάντα.
«Η θεραπεία της πάθησης με ή χωρίς φάρμακα, με τη χρήση κρουστικών κυμάτων, με ή χωρίς ενέσεις απαιτεί από τον ασθενή μόνο τρία πράγματα: την επιθυμία για βελτίωση της σεξουαλικής ζωής, τον παραμερισμό της ντροπής και τη λήψη της απόφασης για αναζήτηση βοήθειας. Μετά τη διάγνωση σχεδιάζεται το εξατομικευμένο θεραπευτικό πλάνο από διεπιστημονική ομάδα, συμπεριλαμβανομένου εξειδικευμένου σε θέματα στυτικής δυσλειτουργίας ψυχολόγου.
Μέσω συμβουλευτικών συνεδριών, στις οποίες δύνανται να συμμετέχουν και οι σύντροφοι, μπορούν να αναλυθούν και να αντιμετωπιστούν όλα τα ψυχολογικά προβλήματα που έχουν προκύψει και να διαλυθούν τα όποια “σύννεφα” υπάρχουν στη σχέση.
Εξάλλου η καλή επικοινωνία και η ειλικρινής συζήτηση με υπευθυνότητα μεταξύ των συντρόφων σε συνδυασμό με αύξηση της σωματικής οικειότητας και της υποστήριξης του/της συντρόφου, καθησυχάζει και τους δύο και χτίζει δυνατές σχέσεις.
Η στυτική δυσλειτουργία δεν χρειάζεται να σημάνει την αρχή του τέλους της σεξουαλικής ζωής, της ερωτικής σχέσης ή του γάμου. Εξερεύνηση χρειάζεται και η σεξουαλική ζωή θα είναι ικανοποιητική για πολλά-πολλά χρόνια ακόμα», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.