«Η σταθερή πρόοδος των ελληνικών τραπεζών, ο οποίος ενισχύει την ανθεκτικότητά του, ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την αλλαγή της προοπτικής (τάσης) της ελληνικής οικονομίας από σταθερή σε θετική», αναφέρει ο οίκος DBRS, σε νέα ανάλυσή του.
Ο τραπεζικός κλάδος μείωσε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPEs) και βελτίωσε την ποιότητα των κεφαλαίων του, χάρη στην αύξηση της κερδοφορίας, εξηγεί η DBRS. «Αναμένουμε ότι αυτή η πρόοδος (σ.σ. των ελληνικών τραπεζών) θα συνεχιστεί στο μέλλον. Επιπλέον, η κυβέρνηση, μέσω του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), πιθανότατα θα συνεχίσει τις προσπάθειές της να διαθέσει τις υπόλοιπες συμμετοχές της σε ελληνικές τράπεζες, οδηγώντας σε μια πιο διαφοροποιημένη μετοχική δομή που μειώνει τις διασυνδέσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα με το ελληνικό κράτος», υπογραμμίζει ο οίκος.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν τρωτά σημεία κληρονομιά από το παρελθόν που σχετίζονται με διασυνδέσεις, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού ποσού των εγχώριων κρατικών ομολόγων στα βιβλία των τραπεζών καθώς και των μεγάλων κρατικών εγγυήσεων, προσθέτει στη συνέχεια.
Όπως επισημαίνει η DBRS, η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες είναι μια θετική εξέλιξη για τον κλάδο, καθώς όπως έχει αποδειχθεί, οδήγησε σε πιο διαφοροποιημένες ιδιοκτησιακές δομές, προσέλκυσε ξένους επενδυτές και μείωσε τις διασυνδέσεις με το κράτος. Το ΤΧΣ εκχώρησε πλήρως τις μετοχές του σε Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank και εν μέρει στην Εθνική Τράπεζα επιστρέφοντας στο δημόσιο περίπου 3 δισ. ευρώ. Πλέον το ΤΧΣ, που είχε μεγάλα μερίδια σε μεγάλες ελληνικές τράπεζες, διατηρεί μερίδιο περίπου 18% στην Εθνική και ποσοστό περίπου 72,5% στην Attica Bank.
Μετά την πρόσφατη συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια, το μερίδιο της κυβέρνησης είναι πιθανό να μειωθεί σε περίπου 35% και πιθανότατα θα βοηθήσει τον δείκτη NPE του τραπεζικού συστήματος να υποχωρήσει περαιτέρω, τονίζει ο οίκος.
Παράλληλα, κάνει νέα αναφορά στο πρόγραμμα “Ηρακλής”, σημειώνοντας πως χάρη κυρίως από τις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, το οποίο έχει επωφεληθεί από την κρατική εγγύηση, ο δείκτης NPL του συνόλου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, μειώθηκε στο 7% τον Μάρτιο του 2024 από την κορυφή του 49,2% τον Ιούνιο του 2017, ενώ οι μεμονωμένοι δείκτες NPL των συστημικών τράπεζων προσεγγίζουν αυτούς των τραπεζών της Νότιας Ευρώπης.
Ωστόσο, όπως αναφέρει η DBRS, ο δείκτης NPL των μη συστημικά σημαντικών τραπεζών παραμένει αυξημένος. Καθώς ο δείκτης ΝPL του τραπεζικού τομέα πλησιάζει αυτόν του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ, οι τράπεζες πιθανότατα θα ωφεληθούν από την άποψη του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης, βελτιώνοντας την ικανότητά τους τόσο να παράγουν κέρδη όσο και να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία.