Κερδοφορία, επιτοκιακά έσοδα και μερίσματα, πρωταγωνιστούν στην ατζέντα των διεθνών επενδυτών κατά τις επαφές τους με τις ελληνικές τράπεζες στο χρηματοοικονομικό συνέδριο της Bank of America στο Λονδίνο. Το συνέδριο ξεκίνησε χθες (24.9.2024) τις εργασίες του και τις ολοκληρώνει αύριο (26.9.2024).
Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στο προσκήνιο, καθώς σειρά οικονομικών στοιχείων έρχονται να επιβεβαιώσουν την αλλαγή σελίδας μετά την πολυετή κρίση. Η αλλαγή αυτή επισφραγίστηκε με την επιστροφή στη διανομή μερισμάτων, αλλά και με τις αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Μάλιστα, οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν πλέον ισχυρότερες επιδόσεις από τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε πολλούς βασικούς δείκτες, όπως διαπιστώνεται από τα στατιστικά στοιχεία β΄ τριμήνου 2024 που δημοσίευσε η ΕΚΤ.
Τα στοιχεία που αφορούν στους δείκτες ευρωστίας των 110 συστημικών τραπεζών στα 19 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ (SSM) δείχνουν ότι τα κέρδη (μετά φόρων) το β΄ τρίμηνο του 2024 ανήλθαν σε 90,61 δισ. ευρώ, εκ των οποίων κέρδη 2,27 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στα 4 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας.
Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών υποστηρίζεται από το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο (διαμορφώθηκε σε 3,32% στο β΄ τρίμηνο), με τα έσοδα από τόκους (Net interest income) ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδά τους (Operating income) να ανέρχονται σε 78,6%, έναντι 59,8% για τα 110 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ.
Το στοιχείο αυτό αξιολογείται πολύ θετικά από τους διεθνείς επενδυτές, καθώς δείχνει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν αντιστάσεις στην παραγωγή εσόδων από τόκους κατά την πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ. Η ευαισθησία των επιτοκιακών εσόδων στις μειώσεις επιτοκίων είναι βασικό ερώτημα των ξένων επενδυτών και των αναλυτών στο Λονδίνο και οι ελληνικές τράπεζες είναι σε θέση να παρουσιάσουν μικρό και διαχειρίσιμο αντίκτυπο στα επιτοκιακά τους έσοδα και κέρδη.
Στον αντίποδα, πάντως, οι ελληνικές τράπεζες υστερούν σε σχέση με τις ευρωπαϊκές στα έσοδα από προμήθειες. Τα έσοδα από προμήθειες (Net fee and commission income) ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα (Operating income) ανέρχονται σε ποσοστό 28,8% για τα 110 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα και μόλις 17,3% για τα 4 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας.
Οι ελληνικές τράπεζες στο Λονδίνο και στα road shows που θα ακολουθήσουν μέχρι το τέλος του έτους, με επόμενο το συνέδριο της Societe Generale στο Παρίσι, στις 3 Οκτωβρίου, θα έχουν να παρουσιάσουν ισχυρότερες επιδόσεις από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό σε απόδοση ιδίων κεφαλαίων, απόδοση ενεργητικού, δείκτες κάλυψης ρευστότητας, δείκτη κόστους προς έσοδα, δείκτες κάλυψης επισφαλειών από προβλέψεις και δείκτες ρευστότητας.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του SSM, το β΄ τρίμηνο 2024:
- Η Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων (Return on equity – RoE) ανήλθε σε 14,08% για τις ελληνικές τράπεζες, έναντι 10,11% μ.ο. ΕΕ.
- Η Απόδοση Ενεργητικού (Return on assets – RoA) είναι επίσης υψηλότερη στις ελληνικές τράπεζες (1,49% έναντι μ.ο. ΕΕ 0,68%).
- Ο Δείκτης κόστους προς έσοδα (Cost-to-income ratio – CIR) είναι πολύ χαμηλότερος στις 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες, συγκεκριμένα ανέρχεται σε 32,44%, έναντι μ.ο. 54,24% των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών.
- Το Κόστος Κινδύνου (Cost of risk-CoR) για τις ελληνικές τράπεζες κινείται σε 0,46%, με μέσο ευρωπαϊκό όρο 0,47%.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επίσης να παρουσιάσουν επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας που συγκλίνουν με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital ratio) των ελληνικών τραπεζών στο 19,07% έναντι 19,90% μ.ο. ΕΕ), πολύ ισχυρότερους δείκτες ρευστότητας (ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) στο 206,48%, έναντι 159,39% για τις ευρωπαϊκές) και σταθερή εξυγίανση του ισολογισμού τους από τα κόκκινα δάνεια.
Παρά το γεγονός ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων ανέρχεται σε 4,10% για τις ελληνικές τράπεζες έναντι 2,30% για τις ευρωπαϊκές, οι ελληνικές έχουν καταφέρει να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια από δυσθεώρητα ύψη και επιπλέον καταφέρνουν να μην αυξάνουν τις νέες επισφάλειες.
Κάτι που πιστοποιούν και τα στοιχεία του SSM, διαπιστώνοντας ότι το ποσοστό των δανείων με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου (δάνεια στο stage 2, δηλαδή δάνεια που αναμένεται να κοκκινίσουν) στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο κατά 57 μονάδες βάσης του ευρωπαϊκού μέσου όρου.