Το πιάνο του Μίμη Πλέσσα σίγησε για πάντα. Η μουσική ιδιοφυία που για χρόνια συντρόφευε με τις αξέχαστες μελωδίες γενιές και γενιές έφυγε τα ξημερώματα του Σαββάτου (05.10.2024) αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας.
Ο Μίμης Πλέσσας σημάδεψε για πάνω από 70 χρόνια την μουσική σκηνή της χώρας... Καινοτόμος, πρωτοπόρος, ευφυής δεν δίστασε να δοκιμάσει σε όλα τα είδη της μουσικής. Από τζαζ ως και βαρύ ζεμπέικικο με το αποτέλεσμα να είναι μοναδικό. Όπως μοναδικός στο είδος του ήταν και εκείνος.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η μουσική ήταν η ζωή του και το απέδειξε ως το τέλος. Δεν ήθελε με τίποτα να αποχωριστεί το αγαπημένο του πιάνο. Ένα πιάνο με το οποίο ταξίδευε για χρόνια φτιάχνοντας μουσικές που άφησαν εποχή.
Έγραψε μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο, τζαζ, όπερα αλλά και κλασική μουσική και ανέδειξε πολλούς μεγάλους τραγουδιστές (Νάνα Μούσχουρη, Τζένη Βάνου, Γιάννης Πουλόπουλος, Στράτος Διονυσίου, Ρένα Κουμιώτη κ.ά.).
Η συμβολή του στην δισκογραφία του έντεχνου και λαϊκού τραγουδιού ήταν καθοριστική. Εχει ντύσει μουσικά πάνω από 100 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου κάνοντας διαδοχικές επιτυχίες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο δίσκος ωστόσο που άφησε εποχή δεν ήταν άλλος από «Τον Δρόμο». Πάντρεψε με τη μουσική του τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου στον δίσκο που κυκλοφόρησε το 1969 και έφτασε το 1.000.000 πωλήσεις μόνο σε βινύλιο. Ένα ασύλληπτο πραγματικά νούμερο.
«Ο Δρόμος έχει σαν κύριο ερμηνευτή το Γιάννη Πουλόπουλο, ενώ συμμετέχουν, επίσης, η Ρένα Κουμιώτη και η Πόπη Αστεριάδη. Η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο της ιστορικής Columbia.
Στην αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε το 1996 ο Μίμης Πλέσσας αναφέρθηκε και στην ιστορία του «Δρόμου»:
«Συνηθίζαμε να μοιράζουμε μία στο σπίτι του και μία στο δικό μου τις συναντήσεις μας που ποτέ δεν ήσαν άμοιρες κι από κουβέντες δουλειάς. Ήταν ώρες συντροφιάς, γιατί με τις πρώτες επιτυχίες μας με τον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο συνδεθήκαμε με φιλία, που όσο περνούσε ο καιρός έδενε μέσα από την αμοιβαία εκτίμηση, την οικειότητα αλλά και το σεβασμό που έτρεφε ο ένας για τη δουλειά του άλλου.
Σημαδιακή βραδιά εκείνη στο σπίτι του Λευτέρη, που καθισμένος στο γραφείο του περίμενα να τελειώσει μια κουβέντα με την εφημερίδα του, γιατί ο Λευτέρης είχε ήδη κάνει σημαντικά βήματα σαν δημοσιογράφος. Σκόρπια πάνω στο γραφείο του ήσαν κάτι χειρόγραφα. Ξέροντας το γραφικό του χαρακτήρα, άρχισα να διαβάζω κι ένιωσα να με πλημμυρίζει μια ανείπωτη τρυφεράδα. Τα γραπτά του Λευτέρη περιγράφανε τα εφηβικά μου χρόνια, τα χρόνια μου μέσα στην Κατοχή. Μάζεψα όσα βρήκα εκεί μπροστά μου – τι σύμπτωση, ήταν δώδεκα – κι αμέσως σκέφτηκα, ένας μεγάλος δίσκος (μέχρι τότε δεν είχαμε κάνει μεγάλο δίσκο με το Λευτέρη). Μου ήρθε κι ο τίτλος: «Τα Άγουρα Χρόνια», ξεχνώντας το ομώνυμο μυθιστόρημα του Κρόνιν.
Του είπα «θα τα πάρω». Απρόθυμα μου τα έδωσε, γιατί δεν πίστευε ότι αυτά μπορούσε να είναι υλικό για τραγούδια. Φοβόταν τη διάχυτη ευαισθησία, γιατί περιείχαν και τις δικές του μνήμες και δεν τους είχε δώσει τη μορφή κουπλέ – ρεφρέν, που δίνει τη γνώριμη δύναμη στο τραγούδι. Ήταν της τύχης μας γραφτό δυο μέρες αργότερα να τα έχω γράψει όλα, τα έντεκα χωρίς ρεφρέν. Ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα, του τα έπαιξα και τον έπεισα να τα παρουσιάσουμε στον αξέχαστο φίλο Αλέκο Πατσιφά στη «Λύρα». Αποκτήσαμε έτσι κι άλλον ενθουσιώδη υποστηρικτή που βάφτισε και το έργο: «Ο Δρόμος»!
Με την ανδρική φωνή του συνεργάτη μας της εποχής εκείνης Γιάννη Πουλόπουλου, μια καινούρια γυναικεία φωνή που πρότεινε ο Λευτέρης, την Ρένα Κουμιώτη, και την Πόπη Αστεριάδη ξεκινήσαμε να φτιάξουμε έναν δίσκο που είχε κι άλλα παράξενα: ηχογραφήθηκε στο στούντιο της Κολούμπια σε δέκα ώρες παρά ένα τέταρτο! Λες κι οι μουσικοί που ήρθαν για να παίξουν ήξεραν από πριν το έργο.
Την ηχογράφηση έκανε ο Στέλιος Γιαννακόπουλος που άφησε απείραχτη τη δύναμη και τη φρεσκάδα που είχαν οι ενορχηστρώσεις μου. Δύο μέρες μετά οι τραγουδιστές είπαν μία κι έξω τα τραγούδια! Έτσι αποκτήσαμε ένα δίσκο που για μας ήταν ακριβή στιγμή κατάθεσης ψυχής και που έγινε ορόσημο στην ελληνική δισκογραφία. Ήταν ο πρώτος χρυσός δίσκος (τα 50.000 αντίτυπα θέσπισαν το βραβείο του χρυσού δίσκου), και «Ο Δρόμος» των Λ. Παπαδόπουλου και Μ.Πλέσσα χρόνο με τον χρόνο έκανε μεγαλύτερη επιτυχία. Έγινε πλατινένιος, αδαμάντινος…
Σύντομα ο δρόμος μας αυτός έγινε λεωφόρος και τελικά εθνική οδός! Όποια όμως κι αν ήταν η επιτυχία του, σαν δίσκος είχε κι άλλες παραξενιές. Κανένα από τα δώδεκα τραγούδια του δεν ξεχώρισε σαν «η επιτυχία του δίσκου». Όλα ακούγονταν το ίδιο ευχάριστα, εξ άλλου και οι πρωτεργάτες μεταξύ μας είχαμε διαφορετική γνώμη. Ο Αλέκος Πατσιφάς θεωρούσε «ξένο σώμα» στο έργο το «Ξημερώνει Κυριακή» (το μόνο που είχε ρεφρεν). Εγώ δεν έβρισκα ταιριασμένο το «Πήρα σύννεφο δυο τόπια», ενώ από την άλλη αυτό ήταν το αγαπημένο του Λευτέρη που δεν καταλάβαινε την παραξενιά που είχε σαν ζεϊμπέκικο το «Μέθυσ’απόψε το κορίτσι μου»!
Φωτογραφίες: Eurokinissi