Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση θα μειώσει τις εισφορές υπέρ της υγείας (ΕΟΠΥΥ) για τους μισθωτούς από την 1η Ιανουαρίου 2025 κατά 1 μονάδα.
Πέρα του γεγονότος ότι αποτελεί κυβερνητική στρατηγική η μείωση των φόρων – εισφορών και δεν μπορούν να μειωθούν οι εισφορές για τη σύνταξη (ενώ οι εισφορές ανεργίας έχουν ήδη μειωθεί αρκετά), αρμόδια στελέχη θεωρούν πως οι εισφορές υγείας δεν είναι “ανταποδοτικές”.
Πιο αναλυτικά:
1. Ο πρώτος λόγος -όπως έχει δηλωθεί από επισήμως από αρμόδια στελέχη του οικονομικού επιτελείου- για τη μείωση των εισφορών (υγείας) είναι πως το μέτρο αυτό εντάσσεται στην όλη κυβερνητική πολιτική μείωσης των φόρων και των εισφορών.
Το πρόγραμμα της προηγούμενης θητείας της κυβέρνησης προέβλεπε μείωση των εισφορών των μισθωτών κατά 5 μονάδες, προκειμένου να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος εργασίας για χάρη της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Αντί αυτού, μειώθηκαν κατά 4,4 μονάδες. Πλέον η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει (και αυτό προβλέπεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2025, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή την περασμένη Δευτέρα 7 Οκτωβρίου) μείωση επιπλέον 1 μονάδας των εισφορών των μισθωτών, ενώ άλλη μείωση 0,5% έχει εξαγγελθεί για την 1η Ιανουαρίου του 2027.
2, Ο δεύτερος λόγος είναι πως η κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μειώσει τις εισφορές υπέρ των κύριων ή επικουρικών συντάξεων, ενώ δεν μπορεί, επίσης, να μειώσει άλλο τις κρατήσεις υπέρ ΔΥΠΑ και τις συνεισπραττόμενες εισφορές. Και οι 4,4 μονάδες κατά τις οποίες μειώθηκαν οι εισφορές των μισθωτών την περίοδο 2019 – 2023 προήλθαν από τον κλάδο της ΔΥΠΑ, δηλαδή της ανεργίας κλπ.
Επίσης, κάθε μείωση στις εισφορές κύριας σύνταξης θα είχε αρνητική επίδραση στο μελλοντικό ύψος των κύριων συντάξεων, καθώς οι εν λόγω εισφορές είναι ανταποδοτικές, δηλαδή όσο υψηλότερες και περισσότερες εισφορές πληρώνει ένας ασφαλισμένος ενώ απασχολείται, τόσο υψηλότερη σύνταξη θα λάβει όταν βγει στη σύνταξη.
Επίσης, μία μείωση των εισφορών υπέρ του κλάδου της επικουρικής σύνταξης του ΕΦΚΑ θα οδηγούσε αφενός σε μία επιπλέον «τρύπα» στον προϋπολογισμό του (ο οποίος ήδη επιβαρύνεται από την υποχρεωτική ασφάλιση των νέων στο ΤΕΚΑ, αλλά και την αυξημένη καταβολή νέων επικουρικών συντάξεων) και αφετέρου σε μείωση των εισφορών υπέρ του Ταμείου Κεφαλαιοποιητικής Επικουρικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), κάτι που δεν είναι επιθυμητό από την κυβέρνηση, ειδικά καθώς εκκρεμεί εδώ και αρκετούς μήνες ο καθορισμός της επενδυτικής στρατηγικής του, γεγονός που ήδη στοιχίζει στην απόδοση των κεφαλαίων που έχουν αποταμιευθεί στους ατομικούς ασφαλιστικούς “κουμπαράδες” που για την ώρα βρίσκονται στην Τράπεζα της Ελλάδας.
3. Ο τρίτος λόγος που η κυβέρνηση που επέλεξε τη μείωση των εισφορών υγείας (υπέρ ΕΟΠΥΥ) από 1ης Ιανουαρίου 2025 είναι πως οι εισφορές υγείας είναι στην πραγματικότητα μη ανταποδοτικές.
Δηλαδή, είτε ένας εργαζόμενος αμείβεται με 1000 ευρώ μικτά και πληρώνει μαζί με τον εργοδότη του 69 ευρώ εισφορές υγείας (6,9% x 1000 ευρώ), είτε αμείβεται με 2000 ευρώ και πληρώνει τις διπλάσιες εισφορές, δηλαδή 138 ευρώ κάθε μήνα, έχει τις ίδιες παροχές στην ιατρο-φαρμακευτική κάλυψη, δηλαδή τα ίδια ακριβώς δικαιώματα πρόσβασης στο ΕΣΥ και στην φαρμακευτική συνταγογράφηση.
Αξιοσημείωτο είναι πάντως την ίδια ώρα που δεν έχουν καμία ανταποδοτική λειτουργία οι εισφορές υγείας (αν υποθέσει κανείς πως κάτι τέτοιο θα ήταν «τεχνικά» αλλά και κοινωνικά – πολιτικά εφικτό!), αλλά ο ΕΟΠΥΥ είναι ασφαλιστικός οργανισμός εκείνος, ο οποίος έχει αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του από εισφορές και ρυθμίσεις στον προϋπολογισμό του.
Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2024, τα 5,7 δις. ευρώ των εσόδων του επί συνόλου 7 δις. ευρώ, δηλαδή ποσοστό 82% προέρχεται από ασφαλιστικές εισφορές μισθωτών, εργοδοτών, ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών. Την ίδια ώρα, τα έσοδα της ΔΥΠΑ από εισφορές ανέρχονται σε 1,5 δισ. ευρώ επί συνόλου 3 δισ. ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό 50%, με το υπόλοιπο 50% να προέρχεται από το κρατικό προϋπολογισμό και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, αν και αυτό αφορά σε προγράμματα απασχόληση κλπ.
Όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά ταμεία, μόλις 18,6 δισ. ευρώ επί συνόλου 49,9 δισ. ευρώ των εσόδων του (η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων καταλήγει στην πληρωμή συντάξεων και μη συνταξιοδοτικών παροχών) προέρχεται από ασφαλιστικές εισφορές. δηλαδή μόλις το 37%. Το υπόλοιπο 63%, αν αφαιρέσει κανείς την απόδοση της περιουσίας των ταμείων (κοντά 1 δισ. ευρώ), προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό (15,6 δισ. ευρώ ή 31% του συνόλου των εσόδων) και εισπράξεις δημοσίου υπέρ τρίτων.
‘Οπως και στην περίπτωση της ΔΥΠΑ, το κράτος θα καλύψει την “τρύπα” που θα δημιουργεί στον ΕΟΠΥΥ από τη μείωση των εισφορών του, αυξάνοντας έτσι εμμέσως την επιδότηση του, γεγονός που δεν φαίνεται να “ενοχλεί” το οικονομικό επιτελείο, καθώς ορισμένοι τουλάχιστον κύκλοι εκτιμούν πως δεδομένου της εξαιρετικά δύσκολης από κοινωνική, αλλά και πολιτική άποψη εφαρμογής μίας ανταποδοτικής λειτουργίας των εισφορών υγείας, επιθυμητή θα ήταν η παραπέρα μείωση τους (πχ κατά 0,5% την 1η Ιανουαρίου 2027) και η παραπέρα, αντίστοιχη αύξηση της κρατικής επιχορήγησης.