Η απάντηση των ελληνικών τραπεζών στις πιέσεις που θα δεχτούν τα επιτοκιακά έσοδα από τη μείωση των επιτοκίων, θα είναι η παραγωγή προϊόντων και προμηθειών από τομείς όπως το Asset Management, το Wealth Management και οι τραπεζοασφάλειες. Η διείσδυση αυτών των χρηματοοικονομικών προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία και ο μέσος όρος της ΕΕ, αλλά διάφοροι παράγοντες οδηγούν σε μια αλλαγή. Το παραπάνω ανέφερε, μιλώντας στο συνέδριο της Morgan Stanley και της ΕΧΑΕ, ο CEO της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης.
Όπως ανέφερε ο CEO της Alpha Bank, η Ελλάδα ιστορικά έχει στηριχτεί σε μεγάλο βαθμό στις υπηρεσίες υγείας και στις συντάξεις που παρέχονται από το κράτος, όμως οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις έχουν δημιουργήσει χώρο για τον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλέον πολλή ρευστότητα και οι προθεσμιακές καταθέσεις δεν χρησιμεύουν πλέον ως μια εναλλακτική για τη συσσώρευση κεφαλαίου.
Ακόμη, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος συνδυάζεται με μεγαλύτερη επίγνωση των γενεών για τη σημασία να κατέχουν ένα κατάλληλο χαρτοφυλάκιο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τον κ. Ψάλτη, η κρίση οδήγησε σε βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος και σε μεγαλύτερη ζήτηση για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαχείρισης περιουσίας, οι οποίες «εκδημοκρατίστηκαν».
Περαιτέρω, η ψηφιοποίηση επιτρέπει την επέκταση των υπηρεσιών αυτών σε πελάτες με τους οποίους οι τράπεζες δεν είχαν μεγάλη επαφή προηγουμένως ή που προτιμούσαν το self service, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τις υπηρεσίες σε τομείς υψηλότερης αξίας. Υπάρχει, τέλος, διάδοση προϊόντων, που είναι προσαρμοσμένα στις σύγχρονες ανάγκες, όπως προϊόντα ESG και θεματικές επενδυτικές επιλογές.
Αναφερόμενος στην ανάπτυξη των τραπεζοασφαλειών, ο κ. Ψάλτης είπε ότι η κλιματική αλλαγή, τα κυβερνητικά κίνητρα για ασφαλιστική κάλυψη και η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ανάγκης για ασφάλιση της περιουσίας θα ωθήσει περαιτέρω την ανάπτυξη των τραπεζοασφαλειών. Παρά την υψηλή ιδιοκατοίκηση (~75%), η Ελλάδα έχει χαμηλή ασφαλιστική διείσδυση (~15%).
Ο CEO της Alpha Bank είπε ότι την ανάπτυξη εργασιών θα οδηγήσουν η στόχευση στα κατάλληλα τμήματα πελατών, το νέο μοντέλο παροχής τραπεζικών υπηρεσιών και μια ισχυρή πλατφόρμα προϊόντων (όπως είπε, συνεργασίες, όπως αυτή με την Unicredit, παρέχουν πρόσβαση σε ευρύτερη γκάμα προϊόντων υψηλής ποιότητας, αξιοποιώντας την εγχώρια και τη διεθνή τεχνογνωσία. Η επιτυχία των προϊόντων Onemarkets καταδεικνύει τις δυνατότητες ανάπτυξης).
Ο κ. Ψάλτης είπε ότι η διατηρήσιμη κερδοφορία των τραπεζών θα προέλθει από τον δανεισμό προς τις επιχειρήσεις και την ανάπτυξη της αγοράς εύπορων πελατών. Πρόσθετοι παράγοντες ανάπτυξης περιλαμβάνουν την καλή λειτουργική μόχλευση, μια θετική προοπτική ποιότητα του ενεργητικού και καλά προετοιμασμένους ισολογισμούς για τη διαχείριση της μείωσης των τόκων ποσοστά.
Το στοιχείο που λείπει φυσικά είναι ο περιστασιακός αντίκτυπος που θα έχει στα έσοδα η μείωση των επιτοκίων. Στην περίπτωση της Alpha Bank, όπως είπε, αναμένεται ότι το top line στα επιτοκιακά έσοδα θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, παρά τη μείωση των επιτοκίων.
«Μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν μια προσοδοφόρα επενδυτική ευκαιρία, ιδίως λόγω του discount με το οποίο αποτιμώνται και των ισχυρών προοπτικών ανάπτυξής τους», σημείωσε ο κ. Ψάλτης.
Ερωτώμενος για τις αποδόσεις στους μετόχους και το εάν επίκειται πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων μετοχών, ο κ. Ψάλτης είπε ότι η Alpha Bank έχει ήδη εφαρμόσει πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών, χρησιμοποιώντας μέρος της διανομής κερδών προς τους μετόχους, σηματοδοτώντας την εμπιστοσύνη στην αποτίμηση της Τράπεζας και τις αποδόσεις της ως επένδυση.
Όπως είπε, τα επόμενα τρία χρόνια, περισσότερο από το 30% της τρέχουσας κεφαλαιοποίησης της Alpha Bank θα διανεμηθεί στους μετόχους, ενώ το 40% παραμένει ως πλεονάζον κεφάλαιο.