Οι ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία την Κυριακή (23.2.2025) θα είναι οι σημαντικότερες μετά τις εκλογές του 1990, δηλαδή τις πρώτες μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου (η οποία σηματοδότησε την κατάρρευση Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και προμήνυε την κατάρρευση όλου του ανατολικού μπλοκ) και την ενοποίηση των δύο Γερμανιών.
Βέβαια, οι φετινές εκλογές, θα έλεγε κανείς, πως βρίσκονται στον αντίποδα των εκλογών του 1990. Οι εκλογές στη Γερμανία πριν 35 χρόνια έγιναν με τον αέρα της γερμανικής ενοποίησης (η οποία αποτέλεσε το κλειδί της ευρωπαϊκής ενοποίησης) και την ιστορική συστημική αισιοδοξία που έφερε στις δυτικές μητροπόλεις (και προπαντός στην Ουάσιγκτον) το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Οι αυριανές εκλογές γίνονται μέσα στην «κάπνα» του τριετούς πολέμου κοντά στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας, δηλαδή πάνω – κάτω στα όρια του παλιού τέως ανατολικού μπλοκ, με την (τέως;) «συλλογική Δύση» να μην κερδίζει στις μάχες του ουκρανικού μετώπου της, με το μπλοκ των δυτικών μητροπόλεων να είναι εντελώς διασπασμένο μετά την εκλογή Τραμπ στην Ουάσιγκτον και την φιλοναζιστική ακροδεξιά (AfD) να αναμένεται να κατακτήσει τη 2η θέση στις εθνικές εκλογές με ποσοστό κοντά στο 20% με τη στήριξη και του κυβερνητικού κόμματος στις ΗΠΑ η οποία θεωρήθηκε στη Γερμανία ως «ανάμειξη» στα εσωτερικά της χώρας (σ.σ. αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτό γίνεται τα τελευταία 35 – 40 χρόνια, αλλά τώρα είναι ανεπιθύμητη από το γερμανικό πολιτικό σύστημα)
Και όχι μόνο αυτό, αλλά λίγες μέρες πριν τις κάλπες στη Γερμανία, η φιλοναζιστική ακροδεξιά κατάφερε να συμπαρασύρει τον επικρατέστερο υποψήφιο για καγκελάριο, το ηγέτη του κεντροδεξιού CDU, Φρίντριχ Μερτς, σε κοινό κοινοβουλευτικό μπλοκ σε ψηφοφορία στην Bundestag για το πάγωμα της εισόδου προσφύγων. Η έστω και πρόσκαιρη κοινοβουλευτική συμμαχία του κεντροδεξιού CDU – φιλοναζιστικού AfD συντάραξε κυριολεκτικά (αν και στο ελληνικό τύπο πέρασε περιέργως στα ψιλά), τους πιο υψηλά ιστάμενους κύκλους ης επιχειρηματικής ελίτ στη Γερμανία, τουλάχιστον όπως φάνηκε από την ανοιχτά εχθρική αντιμετώπιση που επιφύλαξε ο γερμανικός οικονομικός τύπος στο Μερτς μετά από αυτό το γεγονός και το ξαφνικό «κλικ αριστερά» προς τον Σοσιαλδημοκράτη απερχόμενο καγκελάριο Όλαφ Σολτς.
Και αυτό γιατί η πρόσκαιρη κοινοβουλευτική συμμαχία CDU – AfD ήλθε να επισφραγίσει τη στροφή του CDU προς πιο συντηρητικές θέσεις, μετά την εκλογή Μερτς στην ηγεσία του κεντροδεξιού κόμματος, τον Ιανουάριο του 2022, γεγονός που οδήγησε την πάλαι ποτέ σιδηρά κυρία του κόμματος και της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, ήταν από 16 χρόνια καγκελάριος) να σπάσει τη σιωπή της για πρώτη φορά μετά την παραίτηση από την ηγεσία του κόμματος το 2018, καταδικάζοντας ανοιχτά τη στάση του υποψηφίου καγκελάριου του κόμματος της!
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Aξιοσημείωτο είναι πως μετά την τελευταία δεξιά στροφή του CDU, όχι μόνο δεν κέρδισε ούτε …πόντο στις δημοσκοπήσεις, αλλά έχασε! Επίσης, και το AfD έδειξε να χάνει πόντους, δημοσκοπικά. Αντίθετα, το SPD παρέμεινε σταθερό με κάποιες ενδείξεις ανόδου, ενώ το κόμμα της Αριστεράς το οποίο απειλούταν με έξοδο στην επόμενη Βουλή, φαίνεται να περνάει το κάβο του 5% (και με το παραπάνω).
Πρέπει να τονιστεί πως η συντηρητική στροφή του CDU δεν αφορά μόνο τους πρόσφυγες και γενικότερα το μεταναστευτικό, αλλά και άλλα ζητήματα, όπως το ενεργειακό (καθώς η στάση του χαρακτηρίζεται από τάσεις αναθεώρησης της πολιτικής πράσινης μετάβασης), στο οποίο έχει επενδύσει ποσά – μαμούθ η γερμανική βιομηχανία, την ίδια ώρα που αρνείται να λάβει ξεκάθαρη θέση για το πιο κρίσιμο ζήτημα όλων, καθώς αυτό οδήγησε στη διάλυση της προηγούμενης κυβέρνησης (SPD, Πρασίνων, Σοσιαλδημοκρατών), δηλαδή την χαλάρωση του «φρένου χρέους», πόσο μάλλον την έκδοση κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων π.χ. για την χρηματοδότηση της (ευρωπαϊκής) άμυνας.
Στα τρία παραπάνω ζήτημα (μεταναστευτικό, ενέργεια, χρέος) υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ του Μερτς από τη μια μεριά και του Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων, δηλαδή των μόνο κομμάτων που φαίνεται να διατίθενται έως αυτή τη στιγμή να διαμορφώσουν μία κυβέρνηση συνασπισμού (μαζί με το CDU του Μερτς) την επομένη των ομοσπονδιακών εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου 2025, γεγονός που ενδεχομένως να οδηγήσει σε πολύμηνη διαπραγμάτευση μέχρι το σχηματισμό της.
Αυτό σημαίνει πως η πιθανότερη επόμενη κυβέρνηση, δηλαδή μεταξύ CDU, SPD και ενδεχομένως και των Πρασίνων (αν δεν βγαίνουν τα «κουκιά»), θα είναι πολιτικά, περισσότερο ετερόκλητη, εσωτερικά διασπασμένη και αδύναμη (ειδικά καθώς η συμμαχία CDU – AfD για το μεταναστευτικό φαίνεται πως οδήγησε την κόντρα CDU – SPD σε πρωτοφανή άκρα) σε σχέση με την απελθούσα!
Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα έχει επίσης πρωτοφανώς δύσκολα καθήκοντα: Να βγάλει την γερμανική οικονομία από την τριετή ύφεση την ώρα που η απομονωτική πολιτική του Τραμπ ακόμα και προς τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, δηλαδή τους Ευρωπαίους, απαιτεί -έτσι ή αλλιώς- αυτούς να βάλουν πολύ πιο βαθιά την τσέπη των φορολογουμένων τους για να ενισχύσουν την «άμυνα» τους (σ.σ. στα 250 δισ. ευρώ ετησίως τα υπολογίζει το οικονομικό Ινστιτούτο Bruegel το κόστος απαιτούμενων επιπλέον δαπανών στην ΕΕ προκειμένου να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τη Ρωσία).
Και επειδή αυτή η τσέπη (δηλαδή των φορολογουμένων στην Ευρώπη) είναι «άδεια» μετά από τις απανωτές κρίσεις που έχουν πλήξει την ευρωπαϊκή οικονομία (για να μην πούμε για την ελληνική…), τα ευρωπαϊκά κράτη θα χρειαστεί να αυξήσουν τον δανεισμό τους, δηλαδή το χρέος, γεγονός που ήδη ανεβάζει τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων.
Στον αντίποδα, με την ελπίδα της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων στην άμυνα, έχουν εκτοξευτεί τελευταία οι μετοχές των πολεμικών βιομηχανιών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Μάλιστα, ορισμένοι αναλυτές στη Γερμανία ευελπιστούν πως η αύξηση των δημοσίων επενδυτικών δαπανών στην άμυνα θα μπορούσε να δώσει «ανάσες» στην ευρωπαϊκή και ιδίως στη υφεσιακή γερμανική οικονομία.
Το ερώτημα είναι αν έχουν λάβει υπόψιν αυτοί οι αναλυτές τις επιπτώσεις που πολύ πιθανόν θα είχε η διαμόρφωση ενός “πολεμικού κλίματος” (μέσω των μαζικών επενδύσεων του ίδιου του κράτους κλπ.) ευρύτερα στην ευρωπαϊκή οικονομία, δηλαδή στους άλλους κλάδους πέραν της αμυντικής – πολεμικής βιομηχανίας, ιδίως σε εκείνους που στηρίζονται στην ιδιωτική κατανάλωση και που είναι προφανώς περισσότεροι και μεγαλύτεροι.
Αυτό αξίζει να επισημανθεί καθώς με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία ή αλλιώς μιας εκτεταμένης στρατιωτικής κρίσης στην καρδιά της Ευρώπης (για να μην μετρήσουμε το χρόνο από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην ΕΕ) έχουν αυξηθεί οι ροές κεφαλαίων από την ΕΕ προς τις ΗΠΑ, ενώ ειδικά μετά τις δασμολογικές απειλές Τραμπ κατά της ΕΕ αυξάνεται το ενδιαφέρον για μετανάστευση πχ γερμανικών εταιρειών προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού καθώς εκεί υπάρχει μεγαλύτερη πολιτική ασφάλεια, μηδέν δασμοί, λιγότεροι φόροι και φθηνότερη ενέργεια.
Έτσι ένα από τα ζητήματα τα οποία θα πρέπει να ασχοληθεί η επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία θα είναι πως θα σταματήσει τις γερμανικές επιχειρήσεις από την έξοδο τους από τη χώρα (δίνοντας τους κίνητρα, αλλά επενδύοντας στις υποδομές της χώρας) και όχι την επέκταση τους στα ανατολικά της, αρχικά στην τέως Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και έπειτα σε όλη την ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, όπως έκανε η πρώτη κυβέρνηση (Κολ) της ενοποιημένης Γερμανίας, όπως συνέβη τη δεκαετία του ’90.
Παραπέρα, αυτό με το οποίο θα πρέπει να ασχοληθεί η επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία θα είναι πως θα βρει κεφάλαια για να επενδύσει στην βιομηχανία πολέμου της -έχοντας ήδη στην πλάτη της ένα (μάλλον) χαμένο πόλεμο (σ.σ. στην Ουκρανία) και τις ΗΠΑ απέναντι και όχι μαζί της- και όχι πως θα απορροφήσει οικονομικά μία τέως κρατικά σχεδιασμένη χώρα, την τέως ανατολική Γερμανία (με τις πλάτες των ΗΠΑ τότε), όπως συνέβη πριν 35 χρόνια.
Και όχι μόνο αυτό αλλά θα πρέπει να βρει τρόπο να καλύψει το υψηλό ενεργειακό κόστος (το οποίο θα παραμείνει ως ανασταλτικός οικονομικός παράγοντας ακόμα και σε περίπτωση ειρήνευσης στην Ουκρανία), χωρίς να έλθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τον εργαζόμενο πληθυσμό της χώρας -πχ μέσω μειώσεων μισθών, εκτροχιασμού των απολύσεων – ειδικά καθώς αυτός βρίσκεται ήδη στους δρόμους, αν και, για την ώρα για άλλο λόγο: την πάλη ενάντια στην ακροδεξιά.