Το Ατρόμητος – ΑΕΚ αποφασίστηκε σε πρώτη φάση να διεξαχθεί κανονικά, μετά την αρχική ματαίωσή του από τον διαιτητή του αγώνα, για πρόβλημα στο ύψος των δοκαριών.
Το Πειθαρχικό Όργανο της Super League 1 που εκδίκασε την υπόθεση, αποφάσισε υπέρ της ΠΑΕ Ατρόμητος, σημειώνοντας ότι απαλλάσσει “την εγκαλούμενη από την αποδιδόμενη πειθαρχική παράβαση λόγω έλλειψης υπαιτιότητας”. Απέρριψε αντίστοιχα την ένσταση της ΑΕΚ και δέχθηκε εν μέρει τις πρόσθετες παρεμβάσεις της ΠΑΕ Παναθηναϊκός και της ΠΑΕ Ολυμπιακός που στήριξαν τους Περιστεριώτες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το σκεπτικό της απόφαση για το Ατρόμητος – ΑΕΚ
Όσον αφορά το σκεπτικό της απόφασης, σε αυτό αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «…το ζήτημα της απόκλισης των εστιών από τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό ύψη, δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε υπαιτιότητα της γηπεδούχου ομάδας, ούτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον, όταν αυτή παρέλαβε το γήπεδο, υπήρχε ήδη η απόκλιση στο ύψος των εστιών, δοθέντος ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί η μείωση αυτών την στιγμή που στο γήπεδο βρίσκονταν ήδη οι παράγοντες της διοργανώτριας. Μάλιστα, προσπάθησε με το υφιστάμενο εκείνη τη στιγμή προσωπικό να άρει την αντικανονικότητα των εστιών και κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να αποκαταστήσει το ύψος αυτών, αλλά δεν κατέστη εφικτό σε μία εκ των δύο για αντικειμενικούς λόγους. Άλλωστε η αιτίαση της ενιστάμενης ΠΑΕ ΑΕΚ, ότι δεν είχε εφεδρικά τέρματα για να τα αντικαταστήσει, δεν αποδεικνύεται βάσιμη, καθώς δεν είχαν φθαρεί οι εστίες για να χρήζουν αντικατάστασης, αλλά έπρεπε να αποκατασταθούν τα ύψη αυτών, ενώ η τοποθέτηση άλλων εστιών δεν προδίκαζε αποκατάσταση, αφού θα πακτώνονταν στο ίδιο σημείο. Επιπλέον, δεδομένου ότι διαπιστώθηκε, ότι αμφότερες οι εστίες υπολείπονταν του προβλεπόμενου ύψους, η μη αποκατάσταση αυτών δεν θα προσέφερε κανένα ουσιαστικό πλεονέκτημα στην εγκαλούμενη, καθώς θα χρησιμοποιούνταν ανά ημίχρονο από αμφότερες τις ομάδες. Μάλιστα, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτατης πειθαρχικής ποινής που προβλέπεται για την «υπαίτια» του παραπάνω πειθαρχικού παραπτώματος ομάδα, θα πρέπει η απόδειξη της υπαιτιότητάς της να είναι πλήρης και η σχετική δικανική πεποίθηση να είναι εδραία και ακλόνητη».