Εξομολογήθηκε στην “Gazzetta dello Sport” τ’… αμαρτωλά παιδικά του χρόνια και πώς κατάφερε να ξεφύγει από τους εθισμούς και την παρανομία.
“Από μικρός έπινα, κάπνιζα και έπαιρνα ναρκωτικές ουσίες. Πήγαινα συνέχεια στο καζίνο: δεν μπορούσα να μπω μέχρι τα 18 μου χρόνια όμως, περνώντας από μία μικρή πόρτα, έμπαινα μέσα. Ήθελα να γίνω εγκληματίας, ένας “νονός”, κάποιος που θα τον φοβόντουσαν και θα τον έτρεμαν όλοι, κάποιος που ληστεύει και είναι πάντα μέσα σε μπελάδες. Κάποια στιγμή άρχισα να χάνω προπονήσεις με την ομάδα μου. Είχαμε φτιάξει μία συμμορία που έσπασε τα παράθυρα θεωρώντας πως είχε πλάκα. Για 4-5 χρόνια είχα αφήσει το ποδόσφαιρο και οι γιατροί μου έλεγαν πως δεν θα έφτανα ποτέ σε υψηλό επίπεδο. Πάρα πολύ αλκοόλ, πάρα πολλές παράνομες ουσίες.
Είχα γίνει πολύ παχύς. Συχνά διέκοπτα την προπόνηση επειδή είχα πόνο στις αρθρώσεις. Σταματούσα κάθε 20 λεπτά και έριχνα κρύο νερό στα πόδια μου επειδή πονούσαν τα κόκκαλά μου. Είμαι τυχερός που δεν κατέληξα στη φυλακή ή ακόμα χειρότερα, νεκρός. Ήμουν ένα βήμα πριν την αυτοκτονία”, είπε ο Ούγγρος μέσος και εξήγησε πώς γλίτωσε απ’ όλα αυτά: “Με έφερε στην εκκλησία. Ήμουν σοκαρισμένος βλέποντας άτομα που χαμογελούσαν και τραγουδούσαν. Κάποια στιγμή συνάντησαν έναν πάτερ στο δρόμο και τον ρώτησα για ποιο λόγο ήταν χαρούμενοι.
Μου είπε ότι αντιλαμβάνονταν την παρουσία του Θεού και αισθάνθηκα καλά. Μία ημέρα, επιστρέφοντας από ένα παιχνίδι, άρχισα να προσεύχομαι, να μπορέσω να γίνω ένας πραγματικός ποδοσφαιριστής”.